ΚΑΜΑΡΕΣ- ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΒΑΛΑΣ- ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Συντάκτης: Πάνου Δημήτριος, Εκπαιδευτικός ΠΕ70
Στις 24 του Μάη 2016, ημέρα Τρίτη, η Δ΄ και η Ε΄ Τάξη του Σχολείου μας συνοδεία των εκπαιδευτικών κ. κ. Πάνου Δημήτριου, Αναστασιάδου Κασσιανής, Νικηφορίδου Ιωάννας και Κουμαρίδου Μαρίας επισκεφτήκαμε το Υδραγωγείο της Καβάλας (Καμάρες), το Φρούριο (Κάστρο), την βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (Τζαμί Χαλίλ Μπέη ή Παλιά Μουσική), την οικία του Μεχμέτ Αλή, τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το κτίριο του Ιμαρέτ στην χερσόνησο της Παναγίας, προσπαθώντας να ανασυνθέσουμε την εικόνα της πόλης μας στην Βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο (στα χρόνια της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας) .
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ (ΚΑΜΑΡΕΣ)
Το όνομα Χριστούπολις πρωτοεμφανίζεται για την πόλη μας στις αρχές του 9ου αιώνα . Αν και πόλη με μικρό πάντα πληθυσμό , η Χριστούπολις είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία , καθώς βρισκόταν πάνω στο δρόμο που οδηγούσε ανατολικά στη Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη και δυτικά στη Θεσσαλονίκη . Για το λόγο αυτό , οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες προχωρούν σε συνεχείς επισκευές τόσο του φρουρίου της όσο και των τειχών της . Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο χαρακτηρισμός «Θερμοπύλες του Βορρά» που δόθηκε από νεώτερους ιστορικούς στο στενό πέρασμα ανάμεσα στο φρούριο της πόλης και στην πλαγιά των απέναντί του βουνών .
Στις αρχές του 14ου αιώνα , ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος για να ενισχύσει την αμυντική γραμμή των στενών που έλεγχε το κάστρο της πόλης έχτισε το «παρά την Χριστούπολιν τείχισμα » , οχυρωματικό έργο πρώτης γραμμής . Το διατείχισμα είχε ύψος πάνω από 4 μέτρα και πάχος 3 περίπου μέτρα , σχηματίζοντας εσωτερικό διάδρομο πλάτους 1,5 μέτρου για να μπορούν οι στρατιώτες να πολεμούν και προς τις δύο κατευθύνσεις . Κάτω από το διάδρομο αυτό υπήρχε αγωγός που έφερνε το νερό στην πόλη από πηγές που βρισκόντουσαν στο τέρμα του πέτρινου μονοπατιού που σήμερα οδηγεί από την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου στη χαραδρογέφυρα της «Εγνατίας οδού», στην τοποθεσία «Τρία Καραγάτσια» και συγκεκριμένα ανάμεσα στον 5ο και 6ο πυλώνα της χαραδρογέφυρας αυτής . Η συνολική διαδρομή του μονοπατιού αυτού είναι περίπου 6 χιλιόμετρα . Το νερό ερχόταν από τις πηγές αυτές προφυλαγμένο μέσα σε αγωγό .
Οι Τούρκοι , ανάμεσα στα έτη 1383 και 1387 κατακτούν τις Σέρρες , τη Δράμα και την Χριστούπολη , ενώ το 1391 η πόλη καταστρέφεται ολοκληρωτικά και μαζί και το Υδραγωγείο . Περνούν περίπου 150 χρόνια μέχρι η πόλη να ξανακατοικηθεί .Το 1526 περίπου , οι Τούρκοι σταθεροί στην εποικιστική τους συνήθεια , κουβαλούν στην πόλη που πλέον αναφέρεται από τους περιηγητές ως «Καβάλα» 500 περίπου Εβραίους από τη Βουδαπέστη. Η πόλη έτσι αποκτά σταθερό πληθυσμό , ο οποίος ενισχύεται από Τούρκους αλλά και από αρκετούς Έλληνες που κατοικούσαν στις γύρω περιοχές .
Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Νομοθέτης (Μεγαλοπρεπής) μέσα στο πρόγραμμά του για τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας του συμπεριλαμβάνει και την Καβάλα . Το έργο αυτό το αναλαμβάνει ο έμπιστος βεζίρης του σουλτάνου, ο Ιμπραήμ. Ένα από τα μεγαλύτερα έργα των Τούρκων στην πόλη αποτελεί και το υδραγωγείο που χτίστηκε πάνω στα «ίχνη» του Βυζαντινού τείχους του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Η ύδρευση και η αποχέτευση αποτελούν φυσικά πρωταρχικά στοιχεία για τη δημόσια υγεία . Έτσι , το έργο αυτό στάθηκε πολύ σημαντικό για την πόλη .
Το υδραγωγείο ξεκινά από το χώρο κάτω από το σημερινό 1ο Γυμνάσιο . Το νερό έφτανε μέχρι το σημείο αυτό προστατευμένο μέσα σε πήλινους αγωγούς από τις παλιές πηγές στα Τρία Καραγάτσια. Μπαίνοντας το νερό στο Υδραγωγείο κατέληγε σε ανοιχτό αγωγό ο οποίος έχοντας την κατάλληλη κλίση έφερνε το νερό μέχρι το ύψωμα του Κάστρου. Ο αγωγός στην κορυφή του Υδραγωγείου είχε βάθος περίπου 0,5 μέτρο και θα έπρεπε να διατηρείται πάντα καθαρός για να μην βουλώνει και να μεταφέρει γρήγορα το καθαρό νερό. Για να εξασφαλιστεί η καθαριότητα του υπήρχε στην αρχή του Υδραγωγείου μια δεξαμενή υπερχείλισης μέσα στην οποία έπεφταν τα βαρύτερα υλικά που παράσερνε το νερό (πέτρες, χώμα, κλπ).
Στη συνέχεια και αφού το νερό διέσχιζε τα 280 περίπου μέτρα του Υδραγωγείου σε ένα ύψος περίπου 30μέτρων έφτανε στο ύψωμα του Κάστρου όπου και διοχετευόταν σε δημόσιες βρύσες για να παίρνουν οι κάτοικοι νερό. (Ιδιωτικές παροχές νερού δεν υπήρχαν.)
Το Υδραγωγείο στηρίζεται σε χοντρές βάσεις που η κάθε μία έχει περίμετρο περίπου 23μέτρα (μήκος περίπου 6 μέτρα και βάθος περίπου 5,5μέτρα) ενώ τα τοξωτά ανοίγματα ανάμεσα στις βάσεις έχουν άνοιγμα περίπου 6 μέτρα.
Το Υδραγωγείο όσο ανεβαίνει σε ύψος στενεύει , ενώ η κατασκευή του περιλαμβάνει 60 αψίδες τεσσάρων διαφορετικών μεγεθών. Είναι χτισμένο με πέτρα γρανίτη που μεταφέρθηκε από τα τριγύρω βουνά . Ο γρανίτης αφού μεταφέρθηκε και κόπηκε σε κομμάτια κατάλληλα για το χτίσιμο, ενώθηκε με λάσπη φτιαγμένη από χώμα , νερό και χοντρό ή ψιλό χαλίκι, ενώ για να δέσει το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκαν άχυρα, τρίχες αλόγου και τριμμένο κεραμίδι το οποίο είναι άριστο συνδετικό και μονωτικό υλικό. Να αναφέρουμε εδώ πως και ο ανοιχτός αγωγός στην κορυφή του Υδραγωγείου που μετέφερε το νερό είχε επιστρωθεί με τριμμένο κεραμίδι που καθώς αναφέραμε είναι μονωτικό υλικό και περιόριζε την απώλεια νερού. Ανάμεσα στο γρανίτη και το συνδετικό υλικό διακρίνουμε ακόμα και σήμερα τις λεγόμενες «ξυλοδεσιές», ξύλα που χρησιμοποιήθηκαν για το σωστό δέσιμο των δομικών στοιχείων.
Πάνω στα τοξωτά ανοίγματα ( Καμάρες) διακρίνουμε κεραμίδια ή πέτρες, δείγματα διαφορετικής τεχνικής ή διαφορετικού τρόπου συντήρησης, θέμα πολύ σοβαρό καθώς με κάθε συντήρηση πρέπει να διασφαλιστεί πως δεν θα αλλαχτεί ο χαρακτήρας του μνημείου και δεν θα υποστεί το ίδιο το μνημείο καμία ζημία.
Συγγραφέας: Δημήτριος Πάνου (απόσπασμα εργασίας με τίτλο «Το υδραγωγείο της Καβάλας» που εκπονήθηκε στα πλαίσια προγραμμάτων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Καβάλας κατά το σχολικό έτος 2003-2004 στο 5ο Δημοτικό Σχολείο Καβάλας από τους μαθητές της ΣΤ΄ τάξης με υπεύθυνο δάσκαλο τον κ. Πάνου Δημήτριο )
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΠΟΛΗΣ
Οι Βυζαντινοί μετονόμασαν την αρχαία Νεάπολη σε Χριστούπολη. Ο ακριβής χρόνος της αλλαγής της ονομασίας αυτής παραμένει άγνωστος. Οι πρώτες μαρτυρίες του νέου ονόματος υπάρχουν σε πηγές του 8ου και του 9ου αιώνα. Η πρώτη μαρτυρία με το νέο όνομα είναι αυτή που αναφέρεται στο τακτικό του παρισινού κώδικα 1557Α, που το πρωτότυπο του είχε συνταχθεί το 746 μ.Χ. Η δεύτερη μαρτυρία συναντάται σε ένα μολυβδόβουλο που χρονολογικά ανήκει στην περίοδο των εικονομάχων αυτοκρατόρων. Η τρίτη μαρτυρία δίνεται από το βιογράφο του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτη, που πέρασε από τη Χριστούπολη το 820 περίπου. Η παρουσία βυζαντινού στρατού στη Χριστούπολη το 837 με αρχηγό τον καίσαρα Αλέξιο Μωσελέ αποτελεί την τέταρτη μαρτυρία.
Το 926 υψώθηκαν τα νέα τείχη της πόλης, γιατί τα παλιά, που παρέμειναν αφρόντιστα, είχαν φθαρεί από τα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Η μαρτυρία αυτή προέρχεται από το κείμενο μιας εντειχισμένης επιγραφής που ανακάλυψε ο S. Reinach στο νεότερο παραλιακό τείχος της τουρκοκρατίας. Άλλη επιγραφή, μνημονεύει την πυρπόληση και την καταστροφή της πόλης από τους Νορμανδούς το 1185. Πολύτιμες πληροφορίες για τη βυζαντινή πόλη της εποχής αυτής μας δίνουν ακόμα ο Άραβας περιηγητής Idrisi και ο σύγχρονος του Ιουδαίος Βενιαμίν της Τουδέλης.
Η τελευταία περίοδος της βυζαντινής πόλης είναι η πιο ταραχώδης. Η φραγκική κατοχή υπήρξε πολύ σύντομη στη Χριστούπολη. Οι Λομβαρδοί που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη ήρθαν σε ρήξη με τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο. Στη μάχη που ακολούθησε κοντά στους Φιλίππους νικήθηκαν. Όσοι γλίτωσαν εξολοθρεύτηκαν από τους Έλληνες των περιχώρων. Πολύ σύντομα η πόλη πέρασε στην εξουσία του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Η Χριστούπολη οχυρώθηκε καλύτερα, γι’ αυτό αποκρούσθηκαν οι Καταλανοί που επιχείρησαν αργότερα να καταλάβουν την πόλη. Μετά την αποτυχία τους κατέφυγαν στην περιοχή της Κασσάνδρας. Ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος για να εμποδίσει την επιστροφή τους στη Θράκη έκτισε ένα μακρό τείχος από το χείλος της θάλασσας ως την κορυφή του βουνού. Η ανέγερση του μακρού τείχους το 1307 στη Χριστούπολη έγινε γνωστή στους Καταλανούς από κάποιο αιχμάλωτο, γι’ αυτό το λόγο, κι αν υπήρχε διάθεση να επιστρέψουν, εγκαταλείφθηκε. Η ανέγερση του διατειχίσματος του Ανδρόνικου Β’ είχε χαρακτήρα οροθετικής γραμμής ανάμεσα στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ακριβώς την εποχή αυτή εμφανίζεται και αναφέρεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και ο χαρακτηρισμός «στενά της Χριστουπόλεως».
Η περίοδος 1321-28 καλύπτεται από τον εμφύλιο πόλεμο των δύο Ανδρόνικων. Κατά την περίοδο αυτή η Χριστούπολη κατέστη κέντρο των ενεργειών του νέου Ανδρόνικου. Η διαμάχη τελικά ανάμεσα στον παππού και στον εγγονό κατέληξε στο μοίρασμα της αυτοκρατορίας. Η Χριστούπολη παρέμεινε στο νέο Ανδρόνικο και αποτέλεσε την οροθετική γραμμή ανάμεσα στις κτήσεις των δύο αυτοκρατόρων. Το 1325 διοικητής της πόλης ήταν ο Θεόδωρος Παλαιολόγος.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι συνεχίστηκαν και στα μετέπειτα χρόνια ανάμεσα στον Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο. Η παραίτηση όμως του πρώτου και ο θάνατος του Στέφανου Δουσάν που συνέβησαν το 1355 ανακούφισαν κάπως την αυτοκρατορία. Το Μάρτιο του 1356 ή 1357, όπως μαθαίνουμε από ένα χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου, παραχωρούνται το κάστρο της Χριστούπολης, στο μέγα πριμικήριο Αλέξιο και στον πρωτοσέβαστο Ιωάννη, που ήταν αδέρφια. Ο Αλέξιος είχε πεθάνει προ του 1373, ενώ ο Ιωάννης συνέχισε να κατέχει τη Χριστούπολη μέχρι που αποσύρθηκε στη μονή του Παντοκράτορα, όπου και συνέταξε τη διαθήκη του το 1384.
Η Χριστούπολη δεν παρέμεινε για πολύ ελεύθερη. Το 1387 συνθηκολόγησε κι έγινε φόρου υποτελής στους Τούρκους. Η υποτέλεια της γίνεται γνωστή στις 22 Ιουλίου 1387 από ένα ψήφισμα της βενετικής συγκλήτου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1391, η Χριστούπολη κυριεύεται από τους Τούρκους και καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Η Χριστούπολη ως πόλη έπαψε πια να υπάρχει και θα περάσουν 140 περίπου χρόνια για να ανασυνοικισθεί και να εμφανισθεί ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας ως νέα πόλη, με νέο όνομα, το σημερινό όνομα της Καβάλας.
Στις 18 Ιουλίου 1425 10 βενετικές γαλέρες είχαν πλησιάσει το κάστρο της Χριστούπολης. Από επιστολή του Βενετού πλοιάρχου Pietro- Jen, που είναι γραμμένη στις 23 Ιουλίου 1425, μαθαίνουμε ότι στο μέρος εκείνο βρίσκονταν τετρακόσιοι περίπου Τούρκοι ιππείς και πολλές στημένες σκηνές. Οι Τούρκοι θέλησαν να εμποδίσουν την απόβαση των Βενετών, αλλά η προσπάθεια τους απέτυχε και υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στα γύρω υψώματα. Οι Βενετοί, αφού τοποθέτησαν φρουρά για να εμποδίζει αυτούς που κατέφυγαν στα υψώματα, οι υπόλοιποι επιτέθηκαν και κατέλαβαν το κάστρο. Η είδηση της κατάληψης του κάστρου της Χριστούπολης τρόμαξε τους Τούρκους τόσο «όσον κανένα άλλο πολεμικό κατόρθωμα, διότι το κάστρο τούτο κείται εις σπουδαία στρατηγική θέση, είναι η δίοδος προς την Καλλίπολη ,προς την Ανδριανούπολη και προς εν μέρος της Ελλάδος». Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι το κάστρο είχε κατασκευασθεί από τους Τούρκους προ τεσσάρων μηνών. Οι Βενετοί συμπλήρωσαν το κάστρο, το 1425 που το κατέλαβαν, με ένα εξωτερικό καταφύγιο. Ο Βενετός στόλαρχος, αφού άφησε μια μικρή φρουρά για τη φύλαξη του κάστρου, αναχώρησε. Οι Τούρκοι όμως επιτέθηκαν με 10.000-12.000 πεζούς και ιππείς που συγκέντρωσαν και ξανακατέλαβαν το κάστρο, ύστερα από εικοσαήμερη πολιορκία. Από ψήφισμα της 22ας Απριλίου 1426 μαθαίνουμε ότι η βενετική γερουσία πρότεινε στους διοικητές της Θεσσαλονίκης να ανταλλάξουν τους Βενετούς αιχμαλώτους της Χριστούπολης με Τούρκους.
Για πρώτη φορά το τοπωνύμιο «Καβάλα» αναφέρεται το 1470 στο ημερολόγιο του αιχμαλώτου Βενετού λοχαγού Angiolello. Δεν αναφέρεται όμως σαν όνομα πόλης, αλλά σαν τοπωνύμιο δοσμένο στην πλαγιά του βουνού. Τα δύο κάστρα που είδε ο Angiolello ήταν εντελώς έρημα κι ακατοίκητα. Το ένα βρισκόταν στο βουνό και το άλλο στη θάλασσα. Από νεότερο έγγραφο του 1519 διαπιστώνεται ότι η Καβάλα ήταν ακόμα ακατοίκητη και ότι το τοπωνύμιο αφορούσε μια ορισμένη τοποθεσία. Σιγά σιγά επικράτησε όμως σε ολόκληρη την περιοχή, πράγμα που διαπιστώνεται και από τη μαρτυρία ενός οκτασέλιδου φυλλαδίου, που φυλάγεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, του έτους 1533. Στο φυλλάδιο αυτό, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα υπόμνημα για την απελευθέρωση των ελληνικών χωρών, αναφέρεται ότι πρόκειται να γίνει απόβαση στη Θεσσαλονίκη ή στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ή «ακόμη μακρύτερα, έστω και εις Crysopolo, η οποία ήτο πόλις εις τον κόλπον, εις το όρος το καλούμενον ήδη la Cavalla, καταστραφείσα κάποτε, και όπου υπάρχει εν στενόν πέρασμα, ίνα πηγαίνει κανείς από την Ελλάδα εις την Κωνσταντινούπολη». Γίνεται φανερό πια ότι το τοπωνύμιο «Καβάλα» επεκτάθηκε κι επικράτησε και στη θέση της παλιάς Χριστούπολης. Ενώ όμως το φυλλάδιο της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης του 1533 αναφέρει την επικράτηση της νέας ονομασίας πάνω στην παλιά της Χριστούπολης, δεν αναφέρει τη συνοίκηση της νέας πόλης. Η παράλειψη αυτή εξηγείται μόνο αν ο συγγραφέας του φυλλαδίου αγνοούσε το νεοσυνοικισμό της πόλης, ή ότι θεώρησε περιττό να το αναφέρει, ή ότι είχε συντάξει το υπόμνημα πριν από χρόνια, όταν ακόμα δεν είχε συνοικισθεί η Καβάλα, και δημοσιεύτηκε αργότερα το 1533.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του περιηγητή Ρ. Βelon, που είχε περιοδεύσει τη Μακεδονία κατά τα έτη 1546-49, η Καβάλα είχε πρωτοαποικισθεί από Εβραίους που είχαν πάρει μαζί τους οι Τούρκοι, όταν επέστρεφαν από τον πόλεμο της Ουγγαρίας. Ο Βelon δε μας αναφέρει το χρόνο αυτού του γεγονότος. Αν συσχετίσουμε όμως τη μαρτυρία αυτή με την πληροφορία του Hammer που αναφέρει ότι οι Τούρκοι παίρνοντας μαζί τους και τους εξόριστους Εβραίους άρχισαν να υποχωρούν από τη Βούδα στις 24 Σεπτεμβρίου 1526 και αν λάβουμε υπόψη τη χρονική διάρκεια του ταξιδιού προς την Κωνσταντινούπολη, τότε θα πρέπει να τοποθετήσουμε χρονικά το γεγονός της εγκατάστασης των Εβραίων στην Καβάλα το 1527 ή το 1528.
Το 1591 πέρασε από την Καβάλα και μας την περιγράφει ο Gambriele Cavazza, γραμματέας του Λορέντσου Μπερνάρδου. Το 1667 την επισκέφθηκε ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή και το 1669 ο Γάλλος καπουκίνος Robert de Dreaux. Οι περιγραφές τους είναι ενδιαφέρουσες. Η πόλη χωριζόταν με ένα τείχος σε δύο μέρη, στην πάνω και κάτω πόλη. Το τείχος άρχιζε από το παλιό οικονομικό γυμνάσιο, που στεγάζει σήμερα το 5ο γυμνάσιο και το νυκτερινό, και έφθανε ως το φρούριο. Το τείχος αυτό, που σώζεται μέχρι σήμερα, πρέπει να κατασκευάστηκε μετά από το πέρασμα του Gambriele Cavazza (1591) και πριν από την επίσκεψη του Robert de Dreaux (1669).
Το 1684 οι Βενετοί βομβάρδισαν την καβάλα κι επιχείρησαν να την καταλάβουν. Η προσπάθεια τους όμως απέτυχε, γιατί οι Τούρκοι πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και το κανόνι που έφεραν δεν μπορούσε να τους υποστηρίξει στη θέση που βρισκόταν. Πολύ αργότερα λεηλατήθηκε η Καβάλα από το ρωσικό στόλο, ο οποίος το 1771 πλησίασε την πόλη κι άρπαξε όλα τα σιτηρά που υπήρχαν στις ιδιωτικές και δημόσιες αποθήκες του λιμανιού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του κ. Χιόνη Κωνσταντίνου «Συνοπτική Ιστορία της πόλης της Καβάλας», Καβάλα 1992, Δημοτικό Μουσείο Καβάλας
http://kavala-gv.blogspot.gr
ΤΖΑΜΙ ΧΑΛΙΛ ΜΠΕΗ (ΠΑΛΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ)
Οι μαχαλάδες των οθωμανικών πόλεων αποτελούνταν από άτομα της ίδιας θρησκευτικής ομάδας, συγκροτούνταν και αναπτύσσονταν γύρω από ένα θρησκευτικό κέντρο (τέμενος, ναό, συναγωγή) και τα ονόματα των μουσουλμανικών προέρχονταν από το όνομα του δωρητή του τεμένους. Η συνοικία Χαλίλ Μπέη αναφέρεται σε φορολογικό κατάστιχο του 1569 (δεν γνωρίζουμε βέβαια το μέγεθος και τα όριά της), κατά συνέπεια το τζαμί πρέπει να κτίστηκε την περίοδο της ανασυγκρότησης της πόλης, γύρω στα 1530. Ήταν το δεύτερο σε μέγεθος και σπουδαιότητα τέμενος της Καβάλας (μετά το τζαμί του Ιμπραήμ πασά, τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου).
Στη θέση του τζαμιού του Χαλίλ μπέη προϋπήρχε, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα και την προφορική παράδοση, η βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν εξακολουθούσε να υφίσταται το κτίσμα της μετά την κατάληψη της Χριστούπολης, αν ήταν εν χρήσει, και αν κατά συνέπεια στο μέρος αυτό υπήρχε μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα χριστιανική συνοικία. Πάντως κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας ήταν σύνηθες φαινόμενο η ανέγερση τζαμιών στη θέση εκκλησιών ή η μετατροπή εκκλησιών σε τζαμιά, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι θρησκευτικές ανάγκες των νέων κατοίκων των πόλεων.
Στην προκειμένη περίπτωση το πιο πιθανό είναι ότι αρχικά ο ναός μετατράπηκε σε τέμενος και ότι στην ίδια θέση κτίστηκε αργότερα το υφιστάμενο τζαμί. Στο χώρο αυτό, πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες της 12ης Εφορείας Βυζαντινών αρχαιοτήτων αποκάλυψαν το πρώτο χριστιανικό λατρευτικό κτίσμα της περίκλειστης πόλης (είναι ορατό από το γυάλινο δάπεδο του τζαμιού), καθώς και ένα μικρό νεκροταφείο της βυζαντινής περιόδου.
Το τζαμί αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου συγκροτήματος που περιλάμβανε και μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο, με οκτώ δωμάτια για τους μαθητές), ο οποίος επίσης έχει σωθεί σε καλή κατάσταση. Στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα στο συγκρότημα λειτούργησε και σχολείο κοριτσιών, πρώτης βαθμίδας.
Με την έλευση των προσφύγων στο τζαμί και στα μικρά δωματιάκια του μεντρεσέ εγκαταστάθηκαν προσφυγικές οικογένειες για πολλές δεκαετίες. Την περίοδο 1930 ? 1940 στο τζαμί στεγαζόταν η Φιλαρμονική του Δήμου και έτσι απέκτησε την επωνυμία «Τζαμί της Μουσικής». Την ίδια περίοδο πρέπει να κατεδαφίστηκε ο τοίχος περίφραξης του θρησκευτικού κτίσματος κι έτσι δημιουργήθηκε το σημερινό μικρό πλάτωμα. Ο μιναρές γκρεμίστηκε κατά τη δεκαετία του 1950.
Τζαμί και μεντρεσές έχουν προσφάτως αναστηλωθεί και αποκατασταθεί (εκτός από τον μιναρέ) και εξετάζονται διάφορες σκέψεις για την αξιοποίησή τους και την ένταξή τους στη ζωή της συνοικίας και της πόλης.
Πηγή: Κυριάκος Λυκουρίνος, Γενικά αρχεία του κράτους, Αρχεία Νομού Καβάλας
Ανεβαίνοντας για το Κάστρο από την οδό Μεχμέτ Αλή συναντάμε το ?Συγκρότημα Χαλίλ Μπέη? που περιλαμβάνει το ομώνυμο τέμενος του Χαλίλ Μπέη των αρχών του 20ου αιώνα, παλαιότερο μιναρέ, ίσως του 16ου αιώνα και μεντρεσέ (ιεροδιδασκαλείο).
Το τέμενος είναι κτισμένο επάνω στα θεμέλια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Στο πλαίσιο των εργασιών αποκατάστασης και επανάχρησης του τεμένους, πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα εντός και εκτός αυτού. Ήλθε στο φως τρίκλιτη βασιλική και νεκροταφείο . Μέσα στο τέμενος αποκαλύφθηκε μέρος του κεντρικού κλίτους της βασιλικής με λείψανα μαρμαροθετήματος στο δάπεδο, καθώς και το νότιο τμήμα του Ιερού Βήματος ενός υστεροβυζαντινού ναϋδρίου. Το ναΰδριο ήταν θεμελιωμένο πάνω στο νότιο στυλοβάτη της και διέσωζε υπολείμματα τοιχογραφικού διακόσμου.
Πηγή: http://www.yppo.gr/0/anaskafes/pdfs/12_EBA
ΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ
Το φρούριο της Χριστούπολης αναφέρεται πολύ συχνά στις πηγές μετά τα τέλη του 12ου αιώνα και πέρασε διαδοχικά στην κυριαρχία των Λομβαρδών (1204), των Φράγκων (1208), ξανά των Βυζαντινών και στη συνέχεια των Τούρκων (1391). Όπως όλες οι Βυζαντινές οχυρώσεις, έτσι και το φρούριο της Καβάλας έχει τον εξωτερικό περίβολο και τη κυρίως ακρόπολη, το έσχατο τμήμα άμυνας κάθε πόλης.
Το φρούριο αποτελεί έναν οχυρωμένο περίβολο, που ακολουθεί τη διαμόρφωση και την κλίση του εδάφους παρουσιάζοντας υψομετρική διαφορά ως 10 μ. και χωρίζεται σε δύο μέρη από ένα εγκάρσιο τείχος με διεύθυνση από Β.Δ. σε Ν. Α.
Ο εξωτερικός περίβολος, που οχυρώνει τη χαμηλότερη και επισφαλέστερη πλαγιά του λόφου, έχει ακανόνιστο σχήμα, μήκος 65 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 17μ. στη Ν. Δ. πλευρά ως 70 μ. στην αντίθετη. Τα τείχη του ενισχύονται από δύο τετράγωνους πύργους Α και Β (στις Β.Δ. και Β.Α. γωνίες αντίστοιχα), από έναν πολυγωνικό, στη μέση περίπου της ανατολικής κορτίνας και έναν προμαχώνα στη Ν. Α. γωνία.
Ο εσωτερικός περίβολος περικλείει το ψηλότερο σημείο της χερσονήσου, 70 μ. περίπου πάνω από τη θάλασσα, σχεδόν επίπεδο και φυσικά οχυρωμένο από τις τρεις πλευρές του. Έχει κανονικό σχήμα με διαστάσεις 90χ37μ. Στο δυτικό άκρο της βόρειας κορτίνας του παρουσιάζεται μια πολυγωνική, προς τα έξω, διαμόρφωση των τειχών που συμβατικά αποκαλούμε Β.Δ. προμαχώνα, ενώ στο δυτικό άκρο του δημιουργείται ένας μεγάλος χώρος 12χ8 μ. περίπου, που και αυτός προβάλλει αισθητά προς τα έξω. Η Β.Α. κορτίνα, που λειτουργεί παράλληλα και σαν διαχωριστικό τείχος των δύο περιβόλων, διακόπτεται από έναν κυλινδρικό πύργο καθώς και από την πύλη επικοινωνίας τους.
Ο εσωτερικός περίβολος αποτελούσε και το σπουδαιότερο τμήμα της ακρόπολης γιατί περιέκλειε όλους τους χώρους τους απαραίτητους για την άμυνά της. Τη δεξαμενή του νερού, στα ανατολικά του κεντρικού πύργου, την αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων, στο κτίσμα που ονομάζεται σήμερα φυλακή, χώρους κατάλληλους για καταλύματα φρουράς, στην κατασκευή του δυτικού άκρου (φυλάκιο) και πιθανά και σε άλλα οικήματα, που τα θεμέλιά τους άρχισαν να αποκαλύπτονται σε πρόσφατες έρευνες (1976), καθώς και πύργο απομονωμένο από τις κορτίνες, κατάλληλο για προβολή μιας τελευταίας άμυνας.
Τυπολογικά η ακρόπολη εντάσσεται στους μεσαιωνικούς περιβόλους της «λευκής εποχής», δηλαδή των χρόνων που ακόμα δεν είχε επικρατήσει στην πολεμική τεχνική η χρήση της πυρίτιδας. Συνεπώς προοριζόταν να αντισταθεί σε επιθέσεις με τόξα, βέλη και ξίφη και όχι με πυροβόλα όπλα μεγάλης καταστρεπτικής δύναμης. Η έλλειψη ενός ισχυρού οχυρωματικού χαρακτήρα διακρίνει την κατασκευή των πύργων, των εισόδων και των τειχών της.
Ολόκληρη η Ακρόπολη είναι κτισμένη με ακατέργαστες πέτρες τοπικού γρανίτη, ανακατεμένες από τούβλα και μάρμαρα σε δεύτερη χρήση, ενωμένες μεταξύ τους με άφθονο ασβεστοκονίαμα. Τα θραύσματα μαρμάρων συναντιούνται ιδιαίτερα στα ανώφλια και κατώφλια των πυλών της ακρόπολης καθώς και στις εισόδους του κεντρικού κυλινδρικού πύργου και της φυλακής.
Για το κτίσιμο των νέων τειχών του κάστρου της ακρόπολης τον Απρίλιο του 1425 από τους Τούρκους, μας πληροφορεί ένα γράμμα του Βενετού καπετάνιου Pietro Zen προς τον αδελφό του της 23ης -7-1425, που σώζεται στον κώδικα Cronaca Morozini Εκεί περιγράφονται με λεπτομέρειες η επίθεση 10 Βενετικών γαλερών εναντίον του κάστρου της Cristopoli και στη συνέχεια η κατάληψή του απ? αυτές.
Μετά το 16ο αιώνα η ακρόπολη συνδέθηκε στενά με την ιστορία της Καβάλας. Στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, που τόσα πρόσφερε στη νέα πόλη, μπορεί να αποδοθεί το κτίσιμο της φυλακής, η αποθήκη μάλλον των πυρομαχικών και τροφίμων που βρήκε ο Εβλιά Τσελεμπή στην ακρόπολη το 1667, καθώς ακουμπά στη βόρεια κορτίνα του εσωτερικού περιβόλου γίνεται φανερό ότι είναι μεταγενέστερη απ? αυτή. Η τοιχοποιία της, διαφορετική από αυτή της υπόλοιπης ακρόπολης-ενισχυμένη στις γωνίες με πέτρες πιο τετραγωνισμένες και χωρίς την παρεμβολή τούβλων-, μας θυμίζει τις τούρκικες προσθήκες και επισκευές του δευτέρου μισού του 16ου αιώνα στα κάστρα του Μοριά (Μεθώνη, Νέο Ναυαρίνο, κάτω πόλη Μονεμβασιάς).
Οι αυξημένες αμυντικές ανάγκες και κυρίως η αλλαγή της πολεμικής τεχνικής, επέφεραν ορισμένες αλλαγές στην ακρόπολη και ιδιαίτερα στο χαμηλότερο εξωτερικό περίβολο: στη Ν.Δ. γωνία του ανοίγεται η πύλη που συνδέει το φρούριο άμεσα με το κέντρο της νέας πόλης, ενώ η Ν.Α. του γωνία διαμορφώνεται σε προμαχώνα για την τοποθέτηση πυροβολικού. Επιχωματώνεται ο πολυγωνικός πύργος της ανατολικής κορτίνας του. Η ελαφριά ξύλινη επίπεδη οροφή του πύργου Β της Β.Δ. γωνίας μετατρέπεται σε μια κτιστή κάμαρα και κατασκευάζεται η μικρή ράμπα της ανατολικής κορτίνας για τη μεταφορά πυροβολικού στην κορυφή του πύργου. Ταυτόχρονα διαφοροποιήθηκαν σε τριγωνικές οι επάλξεις στη Β.Δ. γωνία του εσωτερικού περιβόλου και πήρε τη σημερινή μορφή του ο πολυγωνικός προμαχώνας της βόρειας κορτίνας του.
Βέβαια κατά καιρούς έγιναν αρκετές μετατροπές, με σκοπό την τοποθέτηση κανονιών και διάφορες επισκευές: μια εκτεταμένη το 1656 και μια άλλη πιθανόν μετά την καταστροφή που υπέστη από πυρκαγιά το 1684. Δεδομένου ότι μετά τους πρώτους αιώνες ο κίνδυνος εξωτερικών επιθέσεων ήταν σχεδόν ανύπαρκτος) η ακρόπολη παύει να αποτελεί αμυντικό κέντρο της περιοχής, όπως ήταν αρχικά, και εκλείπουν οι λόγοι να συντηρείται συστηματικά και να φυλάσσεται από μεγάλη στρατιωτική δύναμη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η φρουρά του κάστρου έχει περιοριστεί σε 50-60 άτομα, τα κανόνια του είναι πεπαλαιωμένα, η συντήρησή τους κακή και η άσκηση των φρουρών σχεδόν ανύπαρκτη.
Από το 17ο αιώνα το κάστρο χρησιμεύει και ως τόπος εξορίας και φυλάκισης υπηκόων του σουλτάνου. Το 1618 υπήρχαν εδώ 100 φυλακισμένοι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, που κρατούνταν υπό άθλιες συνθήκες, αφού οι οθωμανικές αρχές δαπανούσαν ελάχιστα για τη συντήρησή τους. Το 1722 ο διοικητής του φρουρίου διατάσσεται ¨να εγκλείση εις το δεσμωτήριον?μέχρι του σωφρονισμού των¨ πέντε ραγιάδες από τη Θεσσαλονίκη, επειδή δημιούργησαν πρόβλημα στην είσπραξη των δημοσίων προσόδων. Το 1759 φυλακίζεται εδώ ο καθαιρεθείς πασάς της Καβάγιας Ιμπραήμ, το 1792 ο κοτζαμπάσης της Θάσου Μεταξάς, επειδή αντιδίκησε με το βοεβόδα της Λήμνου κλπ. Όλοι αυτοί βρίσκονταν φυλακισμένοι στο μεγάλο σκοτεινό υπόγειο που μέχρι σήμερα είναι γνωστό ως φυλακή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια αναφορά στο φρούριο της Καβάλας μέσα από τα κείμενα των διαφόρων περιηγητών που επισκέφτηκαν κατά καιρούς την πόλη. Στα 1470 η πόλη δεν πρέπει να κατοικούνταν. « Περάσαμε από μια πλαγιά βουνού που ονομάζεται Καβάλα. Εδώ βρίσκεται μια στενωπός με δύο ωραιότατα κάστρα ένα πάνω στο βουνό και ένα κοντά στη θάλασσα και τα δύο ακατοίκητα» γράφει στο ημερολόγιό του ο Βενετός αξιωματικός Angiollelo στα 1470. Αυτή είναι η αρχαιότερη αναφορά του ονόματος Καβάλα ως τοπωνύμιο. Τα αναφερόμενα ακατοίκητα κάστρα είναι το κάστρο της Χριστούπολης στη θάλασσα, το οποίο είχαν αναγείρει οι Τούρκοι στα 1425 και το οποίο όπως φαίνεται το 1470 είχαν πάψει να το χρησιμοποιούν και το «παρά την Χριστούπολιν τείχισμα» στο βουνό, βόρεια της Χριστούπολης. Η ίδρυση της πόλης της Καβάλας τοποθετείται ανάμεσα στα 1520 και 1530.
Ο Robert de Dreux, που πέρασε από την Καβάλα δύο χρόνια αργότερα (1669) περιγράφει την ακρόπολη χωρισμένη σε δύο πτέρυγες μ? ένα μεγάλο πύργο στην κορυφή της. Η δύναμη πυρός της ακρόπολης δεν ήταν μεγάλη-ας μη ξεχνάμε ότι η γύρω πόλη προστατευόταν και από τα κανόνια των θαλασσίων τειχών της. Κατά την επίθεση του Morosini εναντίον της Καβάλας μνημονεύονται στο φρούριο 3 κανόνια. Αργότερα το 1786 ο Cousinery αναφέρει ότι στην ακρόπολη υπάρχουν 8-10 κανόνια και ότι εκεί φιλοξενείται ο δισδάρχης με λίγους άνδρες. Το 18ο αιώνα στην ακρόπολη φυλακίζονται σημαίνοντα πρόσωπα (από τότε η αποθήκη πυρομαχικών και τροφίμων μετονομάστηκε σε φυλακή). Την εποχή εκείνη ή και λίγο αργότερα, όπως δείχνει η πολύ πρόχειρη τοιχοποιία, κτίστηκε το μικρό τζαμί πάνω από τη δεξαμενή.
Τον 19ο αιώνα πέρασε ο Β. Νικολαΐδης από την Καβάλα. Βρίσκει στην ακρόπολη 16 κανόνια και επισημαίνει την αδυναμία της απέναντι σε μια δυνατή επίθεση από την πλευρά της θάλασσας.
Στην ακρόπολη της Καβάλας βρισκόταν μέχρι περίπου το 1880 και το διοικητικό κέντρο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Εδώ πρέπει να ήταν εγκατεστημένες, μάλλον, εξ αρχής, οι οθωμανικές αρχές του οικισμού, του ναχιγιέ (=μικρή διοικητική μονάδα υποδιαίρεση αρχικά του σαντζακίου και αργότερα του καζά), οι διάφοροι αξιωματούχοι και η μικρή φρουρά του κάστρου 50-300 άτομα κατά περιόδους) με επικεφαλής το φρούραρχο. Σ? αυτό συνηγορούν ένα γενικό και ένα ειδικό δεδομένο: Το πρώτο είναι ότι στις οθωμανικές πόλεις η τουρκική διοίκηση και η στρατιωτική φρουρά στεγάζονταν κατά κανόνα σε οχυρωμένο τμήμα τους. Το δεύτερο είναι ότι στην Καβάλα μέχρι περίπου το 1530 το μόνο πραγματικά οχυρωμένο και ασφαλές μέρος της χερσονήσου ήταν η ακρόπολη, η οποία επιπλέον ως χώρος στρατοπέδου πρέπει να διέθετε και τις στοιχειώδεις υποδομές. Η ακρόπολη εξακολουθεί να αποτελεί το στρατιωτικοδιοικητικό κέντρο της Καβάλας ακόμη μια-δυο δεκαετίες μετά την επέκταση της πόλης εκτός των τειχών (το 1864). Λίγο πριν από το 1885 όλες οι αρχές και η στρατιωτική δύναμη εγκαταλείπουν την ακρόπολη, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις μεταφέρονται σε άλλο σημείο της πόλεως, έξω από τα τείχη, τα άχρηστα πλέον πυροβόλα αποσύρονται κα η σημαία υποστέλλεται από τις επάλξεις. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο χεδίβης της Αιγύπτου Αμπάς Χιλμί αγόρασε το άχρηστο πλέον κάστρο από τους Τούρκους για να εγκαταστήσει βιομηχανική και βιοτεχνική σχολή, σχέδιο που δεν υλοποιήθηκε.
Πάντως μετά τη διακοπή λειτουργίας του φρουρίου ως «στρατιωτικού» μέρους, χρησιμοποιήθηκε για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών των κατοίκων της Παναγίας. Το φρούριο αποτελούσε το καλύτερο και πλέον περιπόθητο «γήπεδο ποδοσφαίρου» : έμπαιναν μέσα από την πύλη της ζεματίστρας, τραβώντας την πόρτα ή περνώντας κάτω απ? αυτήν. «Εκεί παίζαμε στο Μαρακανά», θυμούνται οι γεροντότεροι κάτοικοι της εποχής, εξηγώντας ότι υπήρχε αυτοφυές χόρτο. Επίσης, ένα θέαμα που συνδέεται με σωματική ρώμη, με το οποίο οι κάτοικοι της Παναγίας είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν, ήταν οι «μπεχληβάνηδες» (παλαιστές). Αυτοί αποτελούσαν θέαμα γνωστό στους πρόσφυγες που προέρχονταν από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγαλόσωμοι άνδρες, εμφανίζονταν σε αγώνες ελευθέρας πάλης, έχοντας το κορμί τους αλειμμένο με λάδι. Οι αγώνες λάμβαναν χώρα στο χώρο του φρουρίου και το φαινόμενο διήρκεσε μέχρι το 1940. Οι θεατές παρακολουθούσαν έχοντας προμηθευτεί προηγουμένως εισιτήριο. Τέλος, το φρούριο χρησίμευε και ως χώρος σχολικών εκδρομών: «Μόνο στο φρούριο, όπου πηγαίναμε εκδρομές με το σχολείο και τρέχαμε ανάμεσα σε θρυμματισμένα κανόνια κι ερειπωμένα δεσμωτήρια, σκουριασμένες κρεμάλες και ανήλιαγες κρυψώνες, προσπαθούσαμε να ξεδιπλώσουμε το μικρό πανωφόρι του παιχνιδιού».
Για τελευταία φορά η ακρόπολη χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια του Β? Παγκοσμίου Πολέμου, όταν καταλήφθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Τότε κτίστηκαν μπροστά από το φυλάκιο δύο δωμάτια, που χρησιμοποιήθηκαν σαν γραφεία και που τείχισαν την αρχική του είσοδο. Το κτίσμα αυτό κατεδαφίστηκε μεταπολεμικά. Ίχνη του διακρίνονται στο έδαφος καθώς και στην πρόσοψη του φυλακίου. Το 1964 ο Δήμος Καβάλας αγόρασε έναντι 40.000 δραχμών το φρούριο από την Αιγυπτιακή κυβέρνηση. Κατά καιρούς το φρούριο χρησιμοποιείται από διάφορους φορείς για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Σήμερα το φρούριο της Καβάλας συνεχίζει την λαμπρή παρουσία του στη διάρκεια του χρόνου αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα της πόλης.
Πηγή: http://www.castle-kavala.gr/
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Βρίσκεται ανάμεσα στον φάρο και την πλατεία του Μεχμέτ Αλή. Είναι ένας από τους πιο όμορφους ναούς της πόλης με την πιο μαγευτική θέα, ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στο σημείο που είναι χτισμένη η εκκλησία, βρισκόταν ένα γυναικείο μοναστήρι από το οποίο σώζεται μόνο το καμπαναριό. Για την εικόνα της Παναγίας μάλιστα λέγεται πως είναι θαυματουργή και συγκεντρώνει κάθε χρόνο χιλιάδες τάματα. Κάποιος αλλόθρησκος πολλά χρόνια πριν είχε μπει στην εκκλησία και προσπάθησε να την κλέψει. Στα χέρια του η εικόνα έγινε ζυμάρι, αυτός φοβήθηκε και την πέταξε κάτω. Στα χέρια της γυναίκας που την βρήκε, έγινε ξανά εικόνα από φλοιό ξύλου και μέχρι και σήμερα υπάρχουν άσπρα σημάδια τριγύρω. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι ασπρίλες από το ζυμάρι.
Πηγή: http://www.kavalagreece.gr/tourismos/touristikes-plirofories/periigisis/palia-poli-panagia/
Ο Ναός είναι νέος και κτίσθηκε το έτος 1957 στην ίδια θέση που ήταν από τον 15ον αιώνα ο παλαιός, ο οποίος είχε καταστεί ετοιμόρροπος και επισφαλής. Είναι σταυροειδής με τρούλο. Το Κωδωνοστάσιο ανήκει στο παλαιό κτίσμα του ναού και ενσωματώθηκε πάνω από τον νάρθηκα του νέου ναού.
Στο εσωτερικό του Ναού έχουν διαμορφωθεί δύο Παρεκκλήσια, του Αγίου Φανουρίου και του Οσίου Φιλοθέου του Καβαλιώτου. Ο αγιογράφος Γ. Καρποτίνης επιμελήθηκε της αγιογραφήσεως του εσωτερικού ακολουθώντας με ακρίβεια την βυζαντινή παράδοση τόσο στην αγιοκατάταξη όσο και στην τεχνική της ιστόρησης των θεμάτων. Από τις φορητές ιερές Εικόνες σημαντικής αρχαιολογικής αξίας, ήταν τρεις (3), που εκλάπησαν προ ετών και ανευρέθησαν βρίσκονται δε, σήμερα προς φύλαξη στην ιερά Μητρόπολη Καβάλας. Στο προαύλιο του Ναού ανεγέρθηκε, δαπάναις ευσεβούς ενορίτου η Ενοριακή Αίθουσα.
Κτισμένος ο Ναός σε περίοπτη θέση, στο νοτιότερο άκρο της τριγωνικής χερσονήσου της παλαιάς πόλεως, η οποία έχει το όνομα ΄΄Παναγία΄΄, από τον ομώνυμο Ναό κοντά στον φάρο του λιμένα, μαζί με το σύνολον σχεδόν των οικιών του συνοικισμού, με την ιδιάζουσα παλαιά της επί τουρκοκρατίας αρχιτεκτονική και τα αιγυπτιακά βακούφια που υπάρχουν, ελκύουν το ενδιαφέρον των προσκυνητών της Παναγίας και των ξένων επισκεπτών της παλαιάς μέσα στα τείχη Πόλεως
Πηγή: http://www.im-philippon.gr
ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΧΜΕΤ ΑΛΗ
Το σπίτι του Μεχμέτ Αλή είναι ένα πανέμορφο οικοδόμημα που χτίστηκε στα 1720 και σώζεται μέχρι σήμερα σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Εκεί γεννήθηκε ο πασάς της Αιγύπτου το 1769, κάτοικος μιας πόλη που έζησε, αγάπησε και ευεργέτησε. Υπήρξε ο ιδρυτής της τελευταίας Αιγυπτιακής Δυναστείας και πατέρας του περίφημου Ιμπραήμ της ελληνικής επανάστασης. Ο Μεχμέτ Αλή είχε εντυπωσιακή και αξιοθαύμαστη σταδιοδρομία από τη στιγμή που μπήκε στο στρατό.
Αναγνωρίστηκε ως πασάς της Αιγύπτου το 1807 και ως κληρονομικό δώρο του δόθηκε ολόκληρο το νησί της Θάσου, την οποία εκμεταλλεύτηκε και χρησιμοποίησε τα έσοδα που του προσέφερε για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κυρίως μέσω του Ιμαρέτ.
Το σπίτι του Μεχμέτ Αλή έχει δύο ορόφους. Ο κάτω όροφος υπήρξε στάβλος και κουζίνα ενώ ο πάνω όροφος είχε τα ιδιαίτερα δωμάτια για το χαρέμι και τον ίδιο τον πασά. Η θέση του σπιτιού είναι σε κομβικό σημείο με θέα και στις δύο πλευρές της χερσονήσου της παλιάς πόλης. Η θέση του σπιτιού είναι τέτοια ώστε να έχει πανοραμική θέα από όλες τις πλευρές. Αποτελείται από δύο επιμέρους ενότητες οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν και ανεξάρτητα, αφού υπάρχουν δύο είσοδοι. Στη νότια ενότητα βρίσκεται το selamlik, το οποίο περιλαμβάνει τους χώρους της ημερήσιας διαμονής κι εργασίας των ανδρών και τους χώρους υποδοχής. Στη βόρεια ενότητα βρίσκεται το harem που περιέχει τους χώρους των γυναικών και τους περισσότερο ιδιωτικούς χώρους όλης της οικογένειας. Η κουζίνα βρίσκεται στη νότια ενότητα. Το μόνο που φαίνεται όμως από αυτήν είναι ένα ντουλάπι, το οποίο περιλαμβάνει ένα ξύλινο κουτί, που περιστρέφεται γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα. Σ? αυτό τοποθετούσαν οι γυναίκες τα πιάτα με το φαγητό χωρίς να έρχονται σε οπτική επαφή με τους άντρες.
Μπροστά από το σπίτι υπάρχει πανέμορφος μπρούτζινος έφιππος ανδριάντας, έργο του γλύπτη Δημητριάδη, που έστησαν προς τιμήν του Μεχμέτ Αλή οι Έλληνες της Αιγύπτου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 6/12/1940.
Πηγή: http://www.kavalacity.net
http://www.digitalcosmos.info/index
ΙΜΑΡΕΤ
Περπατώντας στη Θεοδώρου Πουλίδου συναντά κανείς το Ιμαρέτ. Ένα τεράστιο οικοδόμημα το οποίο χτίστηκε το 1817 από το Μεχμέτ Αλή Πασά. Γεννημένος στην Καβάλα το 1769 κατέλαβε το 1805 το αξίωμα του Βαλή (αντιβασιλιά) της Αιγύπτου και δεν ξέχασε ποτέ την αγαπημένη του γενέτειρα. Έτσι, έχτισε σε μια από τις ομορφότερες περιοχές της πόλης (στο λόφο της Παναγίας) ένα ιεροδιδασκαλείο, το Ιμαρέτ, έκτασης 4.500τ.μ. Το Ιμαρέτ φιλοξενούσε εσωτερικούς μαθητές και διέθετε πλήθος δωματίων, ένα τζαμί, δύο «μεντρεσέδες» (μουσουλμανικά ιεροδιδασκαλεία) για τη διδασκαλία διαφόρων επιστημών π.χ. Θεολογίας, Νομικής, Ιστορίας, Γεωγραφίας, Μαθηματικών, Αραβικής γλώσσας και Ποίησης, ένα «μεκτέμπ» (πρωτοβάθμιο σχολείο), κουζίνες, αποθήκες και εσωτερικές αυλές. Εκτός από τη δωρεάν εκπαίδευση και τη διδασκαλία του κορανίου στο Ιμαρέτ, προσφερόταν και ζεστή σούπα σε όσους την είχαν ανάγκη, ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους. Άλλωστε και η κυριολεκτική μετάφραση της λέξης Ιμαρέτ σημαίνει «κουζίνα για σούπες.
Το Ιμαρέτ υπήρξε θρησκευτικό και εκπαιδευτικό κέντρο μεγάλης ακτινοβολίας που λειτούργησε όλο το 19ο αιώνα, μέχρι τις αρχές του 20ου. Από το 1902 έπαψε να λειτουργεί ως ιεροδιδασκαλείο και υπήρξε φιλανθρωπικό ίδρυμα ως το 1923, όπου βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες πρόσφυγες που ήρθαν την εποχή εκείνη από την Μικρά Ασία. Το 1954 το Ιμαρέτ χαρακτηρίστηκε από την ελληνική κυβέρνηση ως διατηρητέο μνημείο. Αργότερα, στη σκιά της ιστορίας του, το Ιμαρέτ έγινε μπαρ, ντίσκο, ταβέρνα και καφενείο.
Στη συνέχεια η Αιγυπτιακή κυβέρνηση (το ακίνητο ανήκει στην Αίγυπτο) το παραχώρησε σε ιδιωτική εταιρία, η οποία ανέλαβε την αποκατάσταση του κτιρίου και μετά από τέσσερα χρόνια (2001-2004) έργων αποκατάστασης που εκτελέστηκαν από ειδικούς, το οικοδόμημα ανακαινίστηκε πλήρως αποκαλύπτοντας όχι μόνο το πρωτότυπο αρχιτεκτονικό κάλλος, αλλά και το πνεύμα και την ατμόσφαιρα ενός χώρου εκπαίδευσης και φιλοξενίας. Από τότε έως και σήμερα, λοιπόν, αυτό το κομψοτέχνημα της Ισλαμικής αρχιτεκτονικής λειτουργεί ως ξενοδοχείο πολυτελείας
Πηγή: http://www.kavalagreece.gr/tourismos/touristikes-plirofories/aksiotheata/imaret/
Μετά λοιπόν από έναν περίπατο μέσα στην ιστορία μέσα στα στενά δρομάκια της Παναγίας που ακόμη μπορείς να δεις αυλές με λουλούδια, να μυρίσεις φρεσκοψημένο ψωμί, καφέ, γλυκό του κουταλιού και να ακούσεις την μουσική του ανέμου, αρχίζουμε να ανηφορίζουμε προς το σχολείο μας γεμάτοι εικόνες και συναισθήματα, σκεφτόμενοι ότι είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε σε μια πόλη σαν τη δική μας…