ΨΗΦΙΔΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

IMG_3751 IMG_3754 IMG_3757 IMG_3759 IMG_3761 IMG_3763 IMG_3766 IMG_3772 IMG_3768 IMG_3778 IMG_3777 IMG_3779 IMG_3781 IMG_3784 IMG_3788 IMG_3789 IMG_3791 IMG_3797 IMG_3798 IMG_3801 IMG_3802

 

 

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ?

Συντάκτης: Πάνου Δημήτριος, Εκπαιδευτικός ΠΕ70

Την Παρασκευή 13/5/2016 οι τάξεις Ε΄ και  ΣΤ΄ του Σχολείου μας επισκέφθηκαν με την συνοδεία των υπεύθυνων εκπαιδευτικών κ. Πάνου Δημήτριου (Ε1), κ. Αναστασιάδου Κασσιανής (Ε2), κ. Καραγγελή Θεοδώρας (ΣΤ1) και κ. Δημητριάδου Μανασούλας (ΣΤ2) τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης (Κάστρα- Πύργος Τριγωνίου), τον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Είχαμε την ευκαιρία να ανασυνθέσουμε στα μάτια μας ένα μεγάλο κομμάτι του του Βυζαντινού κόσμου μέσα από μοναδικά μνημεία, εκθέματα, ψηφιδωτά, εικόνες, κτίσματα, άμφια, εργαλεία, βιβλία και τις πληροφορίες που μας έδωσαν μέσα από την ξενάγηση που μας έκαναν στην πόλη οι ξεναγοί μας?

Αν δεχτούμε ότι μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις, με τις χιλιάδες εικόνες κι ερεθίσματα που δέχτηκαν οι μαθητές μας εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί πόσο θετική και χρήσιμη σε εκπαιδευτικό  επίπεδο ήταν η επίσκεψή μας στην συμπρωτεύουσα?

ΚΑΣΤΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Τα Κάστρα της Θεσσαλονίκης είναι ένα σύμπλεγμα τειχών, πύργων και οχυρώσεων με μοναδική αρχαιολογική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία.

Αυτό που λέμε σήμερα «Κάστρα της Θεσσαλονίκης» είναι μέρος μόνο της παλιάς οχύρωσης. Στην αρχική τους μορφή, τα τείχη και τα κάστρα της Θεσσαλονίκης περιέβαλλαν ολόκληρη την πόλη, συμπεριλαμβανομένης της πλευράς που βρέχεται από τη θάλασσα.

Η σχεδίαση και η τεχνολογία των τειχών τα κάνει να μοιάζουν πολύ με τα βυζαντινά τείχη της Κωνσταντινούπολης, αν και βέβαια το μέγεθος διαφέρει.

Οι πρώτες οχυρώσεις δημιουργήθηκαν με την ίδρυση της πόλης κατά τους ελληνιστικούς χώρους αλλά η σημερινή μορφή των κάστρων είναι στο μεγαλύτερο μέρος κατασκευή του 4ου μ.Χ. αιώνα.

Ιστορία

Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 316 π.Χ. από έναν από τους επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον Κάσσανδρο. Ο Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας, παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.

Οι πρώτες οχυρώσεις της πόλης ξεκίνησαν λίγο μετά την ίδρυσή της, τον 3ο π.Χ. αιώνα. Η ύπαρξη των τειχών πιστοποιείται συν τοις άλλοις από ένα ιστορικό γεγονός: Το 279 π.Χ.,όταν οι Κέλτες άρχισαν επιδρομές στην Ελλάδα, αναχαιτίστηκαν μπροστά στα τείχη της πόλης και αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν προς νότο, στους Δελφούς και την Αιτωλία.

Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς. Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για το αρχικό περιτείχισμα της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του.

Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα. Το 58 π.Χ. ο Κικέρων βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, εξόριστος από τη Ρώμη. Ανέφερε ότι τα τείχη της πόλης είναι σε κακή κατάσταση και ότι οι κάτοικοι φοβούνται την επιδρομή των Θρακικών φύλων, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν στην Ακρόπολη. Παρά την παρατήρηση αυτή, είναι γνωστό πως οι Θράκες εκδιώχθηκαν έξω από τα τείχη χωρίς κανένα πρόβλημα.

Γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα κατασκευάστηκε βιαστικά τείχος με τετράγωνους πύργους, ίσως για την απώθηση επιδρομών των Γότθων. Η περίμετρος του τείχους αυτού αποτέλεσε τη βάση της μεταγενέστερης οχύρωσης που διατηρήθηκε ως σήμερα. Η νέα οχύρωση της πόλης φαίνεται πως ολοκληρώθηκε από τα τέλη του 3ου αιώνα έως και τον 5ο αι. Το τείχος, εξαιρετικά φροντισμένο και πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικό αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.

Την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-336) η Θεσσαλονίκη έγινε μεγάλη ναυτική βάση και το λιμάνι διαπλατύνθηκε και επεκτάθηκε. Επί Ιουλιανού (361-363), τα τείχη της πόλης επισκευάστηκαν, καθώς ο αυτοκράτορας διέταξε την ενίσχυση όλων των οχυρών της Μακεδονίας, της Πελοποννήσου και της Ιλλυρίας για την απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών.

Είναι γεγονός πως οι αλλεπάλληλες βαρβαρικές επιδρομές στους επόμενους αιώνες έκανε επιτακτική την ανάγκη για συνεχή συντήρηση και ενίσχυση των τειχών. Πάντως το αρχικό περίγραμμα δεν άλλαξε ιδιαίτερα στο πέρασμα των αιώνων. Την ιστορία των βυζαντινών οικοδομικών επεμβάσεων μαθαίνουμε από τις διάφορες επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές.

Η μεγάλη ανοικοδόμηση των τειχών έγινε στα τέλη του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα, επί βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου Α? από τον Ορμίσδα όπως μας πληροφορεί μια επιγραφή μήκους 9 μέτρων και 3 σειρών (από τις οποίες αναγνώσιμη είναι μόνο η δεύτερη σειρά), κοντά στον ομώνυμο πύργο του ανατολικού τείχους, όπου διακρίνεται η φράση: «Τείχεσιν άρρηκτοι Ορμίσδας εξετέλεσε την δε πόλιν…». Ήταν δε ο Ορμίσδας ο περσικής -μάλλον- καταγωγής επικεφαλής της αιγυπτιακής φρουράς της πόλης.

Στα τέλη του 6ου και στις αρχές του 7ου αιώνα, οι επιδιορθώσεις και οι ανακατασκευές των τειχών κρίθηκαν αναγκαίες μετά από τις επίμονες επιθέσεις και πολιορκίες από Αβάρους και Σλάβους. Υπάρχει και μια επιγραφή με την αναφορά Επί του αγιοτάτου Αρχιεπισκόπου Ευσέβιου εγένετο ορισμός αυτού, που μας πληροφορεί πως προσθήκη έγινε όταν αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ήταν ο Ευσέβιος, ο οποίος αγωνίστηκε για την ενίσχυση της οχύρωσης κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Μαυρίκιου, όταν η πόλη πολιορκούνταν από τους Σλάβους. Πάντως τα τείχη έσωσαν την πόλη από τους Σλάβους κατ? επανάληψιν εκείνη την περίοδο, ενώ τότε γεννήθηκε και ο θρύλος του Αγίου Δημητρίου ως προστάτη της πόλης, καθόσον και στις 2 πολιορκίες των Σλάβων θεωρείται ότι έσωσε την πόλη, με την οπτασία του έφιππου Αγίου να εμψυχώνει τους υπερασπιστές.

Στη συνέχεια, τα τείχη παραμελήθηκαν εξαιτίας της μακροχρόνιας περιόδου ειρήνης τον 8ο και 9ο αιώνα. Οι συνέπειες έγιναν αντιληπτές όταν επιτέθηκαν οι Σαρακηνοί το 904. Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι θα έπρεπε να γίνουν επισκευές, αλλά οι εργασίες συνεχίζονταν ακόμη στα τείχη, όταν ο στόλος των Σαρακηνών, υπό τη διοίκηση του εξωμότη Λέοντα του Τριπολίτη, εμφανίστηκε στον Θερμαϊκό. Η συνέχεια είναι γνωστή: Η πόλη λεηλατήθηκε, οι άμαχοι σφαγιάστηκαν και 22000 αιχμαλωτίσθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ανατολή με σκοπό την πληρωμή λύτρωνε. Ευτυχώς που οι Σαρακηνοί, όντας απλώς πειρατές, έφυγαν σύντομα μετά το πλιάτσικο. Η πόλη ανασυντάχθηκε και συνέχισε την ανοδική πορεία της για άλλους τέσσερις αιώνες.

Μια επιγραφή στη δυτική πύλη της Καλαμαριάς δίνει πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν στα τείχητον καιρό του Βουλγαροκτόνου (Βασίλειος Β΄, 976-1025). Εκείνη τη περίοδο η κύρια απειλή για την αυτοκρατορία ήταν οι Βούλγαροι.

Όταν οι Νορμανδοί το 1185 επιτέθηκαν με μια τεράστια δύναμη στη Θεσσαλονίκη, τα θαλάσσια τείχη ήταν σε άριστη κατάσταση, αλλά υπήρχαν αδύναμα σημεία στη δυτική πλευρά των τειχών. Οι Νορμανδοί το εκμεταλλεύτηκαν και η πόλη υπέστη ακόμα μία ιστορική λεηλασία.

Γύρω στο 1355 μ.Χ., όταν η αυτοκράτειρα Άννα Παλαιολογίνα ζούσε στην Θεσσαλονίκη ξεκίνησε τις επισκευές των τειχών γιατί αυτή τη περίοδο η Θεσσαλονίκη προετοιμάζονταν να δεχθεί τη στρατιωτική επιδρομή του Καντακουζηνού (που είχε ήδη σφετεριστεί τον αυτοκρατορικό θρόνο) με τη συνοδεία του γιου του καθώς και το Στέφανο Δουσάν, αυτοκράτορα της Σερβίας.

Η τελευταία βυζαντινή παρέμβαση έγινε πιθανότατα επί Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης.

Στη διάρκεια της Ενετικής κατοχής (1423-1430) δεν έγιναν οι απαραίτητες επισκευές στα τείχη, κρίνοντας από τους πολίτες οι οποίοι έκαναν εκκλήσεις στη Βενετία για το πρόβλημα. Η αδιαφορία των Βενετών ήταν πραγματικά αδικαιολόγητη, δεδομένου όταν ο Μουράτ και ο πολυάριθμος στρατός του είχαν στρατοπεδεύσει έξω από τα τείχη της πόλης.

Οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη το 1430 και παρέμειναν εκεί για 5 σχεδόν αιώνες. Οι δικές τους προσθήκες στα τείχη ήταν ο σημερινός Λευκός Πύργος, στη βόρειο-δυτική πλευρά ο Πύργος Τριγωνίου και ο κεντρικός Πύργος στο Επταπύργιο. Οι δύο πρώτοι πρέπει να έχουν χτιστεί αμέσως μετά τη Τουρκική κατάσταση και ο τρίτος το 1431, καθώς μαρτυρά η τουρκική επιγραφή. Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους, αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάσθηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς για την ενίσχυση του λιμανιού.

Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης. Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνεχεία τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ου αώνα συντελέστηκε η καταστροφή της μισής σχεδόν περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.

Η πόλη ξανάγινε Ελληνική το 1912. Αλλά τότε πλέον τα τείχη δεν εξυπηρετούσαν κανένα στρατιωτικό σκοπό ενώ ένα μεγάλο μέρος είχε ήδη κατεδαφιστεί από τους Τούρκους τις προηγούμενες δεκαετίες.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Τα τείχη έχουν σχήμα τραπεζίου και η περίμετρος τους ήταν περίπου 7 χιλιόμετρα, σήμερα όμως έχουν περιοριστεί σε 3 χιλιόμετρα. Το ύψος τους κυμαίνεται από 8,30 μέτρα ως 10,50 μέτρα.

Ενισχυμένο κατά διαστήματα με πύργους και πύλες ήταν διπλό, τουλάχιστον στις πιο πεδινές περιοχές, με το εσωτερικό κυρίως τείχος, το «ενδότερον» και το εξωτερικό «περιτείχιον» ή «προτείχισμα» ή «περίβολο» σε απόσταση 10 μ. Το θαλάσσιο τμήμα του δεν είχε πύλες, ενώ στο εσωτερικό τεχνητό λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου υπήρχε χαμηλό τείχος προς την πόλη και ένας λιμενοβραχίονας, το «Τζερέμπουλον«, προς τη θάλασσα.

Είναι χτισμένα με πέτρες και κονίαμα, αλλά και με επαναλαμβανόμενες σειρές από πλατιές οριζόντιες ζώνες από τούβλα που αυξάνουν τη στερεότητα τους και λειαίνουν τις επιφάνειες. Σε μερικά τμήματα εκτός από τις ζώνες με τούβλα υπάρχουν και επαναλαμβανόμενα τυφλά τόξα πλινθόκτιστα, ενώ αλλού ολόκληρη η κατασκευή είναι με τούβλα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτά διακοσμούνται με σταυρούς, ήλιους, πυροστρόβιλους κά.

Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οικοδομήθηκε μέρος των τειχών με απλούς πλίνθους. Σε κάποια σημεία σώζεται ένα μικρό μέρος του τείχους σε απόσταση 4-6 μέτρων από το βασικό τείχος και ονομάζεται προτείχισμα. Το προτείχισμα διευκόλυνε τους πολιορκούμενους καθώς ήταν δύσκολη η προσβολή από τις πολιορκητικές μηχανές, μπροστά από αυτό υπήρχε τάφρος με νερό.

Από τους πύργους σώζονται περίπου οι 60. Όλοι έχουν τετράγωνη διατομή εκτός από τον Λευκό Πύργο και τον πύργο Τριγωνίου. Αυτοί οι δύο θεωρούνται χτίσματα του 15ου αιώνα και έχουν χτιστεί πάνω σε παλαιότερους πύργους.

Πηγή: http://www.kastra.eu

Ι.Ν. ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ο Ι. Ναός του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου κτίσθηκε στα μέσα του 5ου αι. από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο πάνω στον τάφου του Αγίου, ο οποίος μαρτύρησε ως χριστιανός με το στρατιωτικό αξίωμα του ανθυπάτου επί του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (292-311), που διέταξε «λόγχαις ?ναιρεθ?ναι τ?ν μάρτυρα» μετά την ήττα του Δανδήλου παλαιστού Λυαίου από τον μαθητή του Δημητρίου Νέστορα στον χώρο του Σταδίου της πόλεως. Μεγάλη πυρκαγιά μεταξύ των ετών 629 και 639 κατέστρεψε μεγάλο μέρος αυτού του κτηρίου. Η ευσέβεια του λαού της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον Επίσκοπο Ιωάννη τον ξανακτίζει διευρύνοντάς τον. Το 904 ο Ναός λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς και αρπάχτηκε σε κομμάτια το ιερό «Κιβώριο». Άλλη διαρπαγή νέου «Κιβωρίου» σημειώνεται από τους Νορμανδούς 281 χρόνια αργότερα, όταν καταλήφθηκε η πόλη από αυτούς το 1181.

Το 1493 ο Ναός μετατρέπεται σε τζαμί από τους Τούρκους. Στο βορειοδυτικό μέρος του Ναού μεταφέρεται το κενοτάφιο του Αγίου και απομονώνεται από το Τζαμί. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 ο Ναός επαναλειτουργεί ως χώρος λατρείας – τιμής του Αγίου Δημητρίου. Η πυρκαγιά της 5ης και 6ης Αυγούστου του 1917 αποτεφρώνοντας τα δύο τρίτα της Θεσσαλονίκης μετέβαλε σε ερείπια και τον ιστορικό Ναό, ο οποίος επί χίλια πεντακόσια συνεχή έτη αποτελούσε το κόσμημα και το καύχημα της δεύτερης πρωτεύουσας του ελληνικού Γένους.Αναστηλωτικές εργασίες αποκατέστησαν την αρχική του μορφή. Για το ιστορικό του Ναού του Αγίου Δημητρίου και για την τιμή του Μυροβλήτου Μάρτυρος υπάρχουν πλούσιες πηγές, από τις οποίες μπορεί να σχηματιστεί όχι απλά μια ιστορική εικόνα, αλλά και να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, που έζησε παράλληλα και άρρηκτα συνδεδεμένη με την τιμή του Μυροβλήτη και προστάτης της Αγίου. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων, που υπέγραψε ο Μ. Κωνσταντίνος το 313 μ.Χ., οι Θεσσαλονικείς Χριστιανοί ελεύθερα πλέον έσπευσαν αμέσως να τιμήσουν τον συμπολίτη τους μάρτυρα Δημήτριο, χτίζοντας έναν μικρό Ναό «οικίσκο» στο χώρο όπου είχε μαρτυρήσει και ταφεί, κοντά στο υπόγειο ερειπωμένου ρωμαϊκού λουτρού δίπλα στο Στάδιο της πόλεως: «…ο?κία φορητο?ς ?πικεχωσμένη κα? στενουμένη ?π? τ?ν περιβόλων το? δημοσίου λουτρο? και το? σταδίου». Ο χώρος αυτός του Ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου γρήγορα έγινε κέντρο της λατρείας – τιμής του. Απ? όλα τα μέρη συνέρρεαν οι πιστοί, άλλοι για να προσευχηθούν στον τάφο του Μεγαλομάρτυρος και άλλοι για να θεραπευθούν από βαριές ασθένειες με το μύρο που ανέβλυζε από τον τάφο του Αγίου. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν και ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος από το Σίρμιο, ο οποίος θεραπεύθηκε τελείως από ασθένεια που έπασχε. Ο Λεόντιος από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Δημήτριο έκτισε στα 413 στην ίδια θέση του μικρού Ναού νέο επιβλητικό Ναό που με διάφορες προσθήκες, επισκευές και διαρρυθμίσεις σώθηκε μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, οπότε και καταστράφηκε, για να αναστηλωθεί στη συνέχεια «?κ βάθρων».

Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου ως μνημείο τέχνης αποτελεί ένα από τα πλέον υπέροχα χριστιανικά μνημεία της ελληνικής Ανατολής. Η αρχιτεκτονική του μας διέσωσε τον γνησιότερο τύπο της ελληνιστικής βασιλικής ή των δρομικών Ναών, με ξύλινη αμφικλινή στέγη. Φέρει εγκάρσιο κλίτος έμπροσθεν του Ιερού Βήματος και υπερώα επάνω από όλα τα κλίτη και τον νάρθηκα. Η σημερινή της μορφή είναι του 7ου αι. και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησίες – μαρτύρια. Χωροταξικά τοποθετείται στο κέντρο της παλαιάς πόλεως, βορειοανατολικά της αρχαίας αγοράς. Έχει διαστάσεις κάτοψης 43,58 μ. (μήκος) και 33 μ. (πλάτος). Με τέσσερεις κιονοστοιχίες η Βασιλική χωρίζεται σε πέντε κλίτη ή στοές. Το μεσαίο κλίτος είναι ευρύτερο από τα υπόλοιπα τέσσερα, χωρίζεται από αυτά με οκτώ πράσινους, δώδεκα λευκούς κίονες και τέσσερεις πεσσούς, που κοσμούνται με κιονόκρανα, τα οποία στέφονται με επιθέματα. Η επένδυση των τοίχων και των πεσσών με πολύχρωμες πλάκες συνιστούν την ορθομαρμάρωση του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη στεγάζονται με κλιμακωτές στέγες, ώστε να δημιουργούνται μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα παράθυρα, δια των οποίων εισέρχεται άπλετο φως στον μεγαλόπρεπο εσωτερικό χώρο της Βασιλικής. Άνωθεν των πλαγίων κλιτών οικοδομήθηκαν ευρύχωροι Γυναικωνίτες. Οι δεκαπέντε περίπου παραλλαγές των κιονοκράνων, όπως οι διακοσμήσεις ακανθώδους σχήματος, οι κεφαλές κριών, λοιποί φυτικοί διάκοσμοι, αετοί με ανοικτές τις πτέρυγές του κ.ά, μας διασώζουν μια χριστιανική τέχνη απαράμιλλης ποιοτικής αξίας και αισθητικής. Ένα έκτο κλίτος διαμορφώνεται κάθετα στα προηγούμενα, φέρει τέσσερεις ερυθρούς και οκτώ λευκούς κίονες και τέσσερεις πεσσούς με κορινθιακά κιονόκρανα και επίκρανα και φιλοξενεί το Ιερό Βήμα του Ναού, μετά των πτερυγίων αυτού και της ημικυκλικής αψίδος. Ας σημειωθεί εδώ ότι το υλικό κατασκευής των κιόνων είναι αιγυπτιακός πορφυρίτης, προκονησιακό μάρμαρο και θεσσαλικός ή ατράκιος λίθος.

Η είσοδος στον Ναό παλαιά γινόταν από τη δυτική πλευρά, διά της μεγάλης ορθογωνίου αυλής, στην οποία ανηγέρθη κυκλικό περιστύλιο (αίθριο ή atrium) έχοντας εν τω μέσω τοποθετημένη την φιάλη αγιασμού, μαρμάρινη στεγασμένη λεκάνη, περιστοιχισμένη από οκτώ μαρμάρινους κίονες, στολισμένη εξωτερικά με ραβδώσεις. Σήμερα σώζεται μόνο η λεκάνη, ενώ το υπόλοιπο της φιάλης έχει καταστραφεί. Διά της εισόδου εισερχόμαστε στον μεγαλοπρεπή Νάρθηκα, ο οποίος φέροντας εν τ? μέσ? αυτού δύο πράσινους κίονες, σχηματίζει το Τρίβηλον του Ναού, που οδηγεί στον κυρίως Ναό. Με την ανέγερση της Βασιλικής από τον Λεόντιο αναπτύσσεται ιδιαίτερα η τιμή του Αγίου Δημητρίου διά της κατασκευής εξαγωνικού Κιβωρίου «πρ?ς το?ς λαο?ς πλευρο?ς», κοντά στην αριστερή κιονοστοιχία του μεσαίου κλίτους, όπου κατόπιν οραμάτων και ενυπνίων δημιουργήθηκε η πίστις ότι «?π? γ?ν κε?ται τ? πανάγιον λείψανον». Γύρω στα 1481 στο εσωτερικό του Ναού, στην αριστερή κιονοστοιχία αμέσως μετά τον νάρθηκα, τοποθετήθηκε ο μαρμάρινος, αναγεννησιακού ρυθμού, τάφος του Λουκά Σπαντούνη, κάτωθεν του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα δεκατριάστιχη επιγραφή που συνιστά εγκώμιο στον Θεσσαλονικέα πρόκριτο. Από τότε που κυριεύτηκε η πόλη από τους Τούρκους πλήρωνε βαρύτατο φόρο στους κατακτητές, ώστε να παραμείνει ο Ναός στη διάθεση των ευσεβών Θεσσαλονικέων. Το 1490 ή 1491 ο Ναός επί σουλτάνου Βαγιαζίτ Β? (1481-1512) μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα «Κασημιέ – Τζαμί», για να παραδοθεί και πάλι στη θεία λατρεία των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών το 1912, αμέσως μετά την απελευθέρωση της συμπρωτεύουσας.

Η μεγαλοπρέπεια του Ι. Ναού του Αγίου Δημητρίου δεν συνίσταται μόνο στη λαμπρή πραγματικά αρχιτεκτονική του. Η πολύχρωμη ορθομαρμάρωση και ο πλούσιος γλυπτικός διάκοσμος προσδίδουν στο έργο της ανέγερσης και εξωραϊσμού του Ναού μοναδική, διαχρονική, μνημειακή αξία.Η ορθομαρμάρωση και η επένδυση με ποικίλες μαρμάρινες πλάκες των κιονοστοιχιών, του μεσαίου κλίτους, του Νάρθηκα και άλλων ιερών, ως επίσης τα γείσα, οι πεσσοί, τα κιονόκρανα, τα θωράκια, τα επιστύλια και τα επιθήματα που συνιστούν την προσφορά υψηλής γλυπτικής τέχνης στον ευπρεπισμό του Ναού και προσθέτουν μεγαλύτερη λαμπρότητα στην Βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Στην τουρκοκρατία τα γλυπτά χρησιμοποιήθηκαν γιά την επίστρωση του δαπέδου του Ναού (που είχε ήδη μετατραπεί σε τζαμί), απομακρύνθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση του μιναρέ. Ό,τι υλικό βρέθηκε κατά τις εργασίες αναστήλωσης του Ι. Ναού μετεφέρθηκε στην Κρύπτη. Ο ζωγραφικός διάκοσμος της Βασιλικής, που συνίσταται από μωσαϊκά και τοιχογραφίες, καθιστά έτι επιβλητικότερο τον ναό, καθώς ο διάκοσμος αυτός αντιπροσωπεύεται από έργα διαφόρων περιόδων και φάσεων της βυζαντινής τέχνης. Τα μωσαϊκά του βορείου και νοτίου κλίτους, τα μωσαϊκά των κτητόρων, του Αγίου Σεργίου, της Θεοτόκου μετά του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου, του Αγίου Δημητρίου, σε διάφορα σημεία και σε ποικιλία συνθέσεων καλύπτουν χρονική περίοδο από τον Στ? μέχρι τον Θ? αιώνα. Το πλήθος των τοιχογραφιών με την υψηλή τεχνική, την ευρύτατη θεματολογία και την άριστη προσαρμογή τους στις δεδομένες επιφάνειες, προσθέτουν έντονη διδακτική τους αξία γραφικότητα και χάρη υψηλής καλαισθησίας. Καταλήγοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, στολισμένη με τα πολύχρωμα δάπεδα και τις ορθομαρμαρώσεις και ακόμη με τα ψηφιδωτά στους τοίχους, στα τόξα και στους θόλους, με ψιλοδουλεμένα κιονόκρανα και ανάγλυφα θωράκια και τέμπλα και με άλλα γλυπτά, καθώς και με φορητές εικόνες, από τις οποίες αρκετές έχουν σημειωθεί στα κείμενα εποχής, συνιστά ένα μνημειακό πραγματικά κτίσμα θαυμαστής μορφολογίας.

Αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τον καιρό της κατασκευής της και έχει ταλαιπωρηθεί από τον χρόνο, σεισμούς, πυρκαγιές και αναστηλώσεις, διατηρεί τη γνησιότητα και το πνεύμα της μεγαλοφροσύνης που ξεχωρίζει την αρχιτεκτονική της εποχής, καθώς και την έξοχη και διαχρονική καλλιτεχνική αξία και αισθητική, όπως μπορούμε να κρίνουμε από όσα μέρη διασώθηκαν. Κατανοούμε λοιπόν τους λόγους διά τους οποίους η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου κυριαρχεί λειτουργικά και οπτικά επί σειρά αιώνων στη Θεσσαλονίκη, μια και υπήρξε όχι μόνο το κέντρο της τιμής του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου και προστάτη της πόλεως, αλλά και ο κατεξοχήν λατρευτικός χώρος της πρωτεύουσας της μακεδονικής γης, όπου η χριστιανική πίστη συνδέθηκε άμεσα και άρρηκτα με τις παραδόσεις και την ιστορία του Ορθόδοξου Ελληνικού Έθνους.

Πηγή:  http://www.inad.gr

Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Βιογραφία
Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε περί το 280 – 284 μ.Χ. και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ. ή το 305 μ.Χ. ή (το πιο πιθανό) το 306 μ.Χ.Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Σύντομα ανελίχθηκε στις βαθμίδες του Ρωμαϊκού στρατού με αποτέλεσμα σε ηλικία 22 ετών να φέρει το βαθμό του χιλιάρχου. Ως αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού κάτω από τη διοίκηση του Τετράρχη (και έπειτα αυτοκράτορα) Γαλερίου Μαξιμιανού, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός, έγινε χριστιανός και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη το 303 μ.Χ., διότι αγνόησε το διάταγμα του αυτοκράτορα Διοκλητιανού «περί αρνήσεως του χριστιανισμού». Μάλιστα λίγο νωρίτερα είχε ιδρύσει κύκλο νέων προς μελέτη της Αγίας Γραφής.Στη φυλακή ήταν και ένας νεαρός χριστιανός ο Νέστορας  ο οποίος θα αντιμετώπιζε σε μονομαχία τον φοβερό μονομάχο της εποχής Λυαίο. Ο νεαρός χριστιανός πριν τη μονομαχία επισκέφθηκε τον Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθειά του. Ο Άγιος Δημήτριος του έδωσε την ευχή του και το αποτέλεσμα ήταν ο Νέστορας να νικήσει το Λυαίο και να προκαλέσει την οργή του αυτοκράτορα. Διατάχθηκε τότε να θανατωθούν και οι δύο, Νέστορας και Δημήτριος.Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.

Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.

Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου είναι και το εξής. Το 1823 μ.Χ. οι Τούρκοι που ήταν αμπαρωμένοι στην Ακρόπολη της Αθήνας ετοίμαζαν τα πυρομαχικά τους για να χτυπήσουν με τα κανόνια τους, τους Έλληνες που βρισκόντουσαν στον ναό του Αγίου Δημητρίου, μα ο Άγιος Δημήτριος έκανε το θαύμα του για να σωθούν οι Χριστιανοί και η πυρίτιδα έσκασε στα χέρια των Τούρκων καταστρέφοντας και τμήμα του μνημείου του Παρθενώνα. Για να θυμούνται αυτό το θαύμα, ο ναός λέγεται από τότε Άγιος Δημήτριος Λουμπαρδιάρης, από την λουμπάρδα δηλαδή το κανόνι των Τούρκων που καταστράφηκε.

 Πηγή: http://www.saint.gr/

 ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στοχεύει στην παρουσίαση ποικίλων όψεων της ζωής κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο: της τέχνης, της ιδεολογίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της θρησκείας, αλλά και της επίδρασης των ιστορικών εξελίξεων και της πολιτικής κατάστασης στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Παράλληλα, με το σύνολο των δραστηριοτήτων του, αποτελεί υποδειγματικό κέντρο διαφύλαξης, έρευνας και προβολής του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμού. Από την έναρξη λειτουργίας του Μουσείου, το 1994, εκδίδεται περιοδικό, το πρώτο στο είδος του που δημιουργήθηκε από ελληνικό κρατικό μουσείο.

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού απέσπασε το Βραβείο του Συμβουλίου της Ευρώπης για το 2005, μετά από ομόφωνη εισήγηση της Επιτροπής Πολιτισμού, Επιστημών και Εκπαίδευσης του οργανισμού.

Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο έκτασης 11.500 τ.μ., εκ των οποίων 3.000 τ.μ. περίπου καταλαμβάνει ο χώρος της μόνιμης έκθεσης.  Το κτίριο κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1989-1993 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου (1941-1998). Διαθέτει ευρύχωρα και άρτια οργανωμένα εργαστήρια συντήρησης και αρχαιολογικές αποθήκες, μικρό αμφιθέατρο, καφέ-εστιατόριο και αυτόνομη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων έκτασης 300 τ.μ. Θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στον διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής και το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού «ιστορικό διατηρητέο μνημείο» και έργο τέχνης.

Οι 11 αίθουσες της μόνιμης έκθεσης, άνοιξαν στο κοινό σταδιακά από το 1997 έως τις αρχές του 2004.

Η μόνιμη έκθεση του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού παρουσιάζει ποικίλες όψεις της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου αλλά και της εποχής μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους.

2.900 αντικείμενα, οργανωμένα σε εκθεσιακές ενότητες που διηγούνται με χρονολογική σειρά «μικρές ιστορίες», παρουσιάζουν με έναν εύληπτο και ευχάριστο τρόπο πτυχές της τέχνης και του πολιτισμού του Βυζαντίου, από το όριο του με την ύστερη αρχαιότητα (3ος- 4ος μ.Χ. αι) έως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) αλλά και επιβιώσεις αυτού του πολιτισμού στους χρόνους μετά την Άλωση, έως το 19ο αι. Τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, εικόνες, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, ολόκληροι αποσπασμένοι παλαιοχριστιανικοί τάφοι με τις τοιχογραφίες τους, πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, είδη προσωπικού στολισμού, αλλά και ταπεινά αντικείμενα καθημερινής χρήσης και εργαλεία διαφόρων επαγγελματιών παρουσιάζουν όψεις της ζωής στο Βυζάντιο από την οργάνωση της θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής, την καλλιτεχνική και πνευματική παραγωγή έως τον ιδιωτικό βίο και τις δραστηριότητες των ανθρώπων στην αγορά, στην ύπαιθρο και στη θάλασσα, τονίζοντας τομές και επιβιώσεις ανάμεσα στο σήμερα και στις εκδηλώσεις του ανθρώπινου βίου κατά τη βυζαντινή περίοδο.

Τα εκθέματα προέρχονται κυρίως από τον βορειοελλαδικό χώρο και μάλιστα τη Θεσσαλονίκη, τη σημαντικότερη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη στο ευρωπαϊκό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας Παρουσιάζονται όχι απλώς ως έργα τέχνης, αλλά ως μαρτυρίες του πολιτισμού που τα δημιούργησε και της ανθρώπινης κοινωνίας που τα χρησιμοποίησε και πλαισιώνονται από ποικίλες πληροφορίες, που παραπέμπουν στο αρχικό τους περιβάλλον και λειτουργία.

Α. ΠΑΛΑΙΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Αίθουσα 1: Ο παλαιοχριστιανικός ναός

Ο κυρίαρχος τύπος παλαιοχριστιανικού ναού ήταν η βασιλική, ορθογώνιο κτίριο με κιονοστοιχίες που το χωρίζουν σε κλίτη, με κόγχη στην ανατολική πλευρά, στεγασμένο με ξύλινη στέγη. Στην έκθεση προσεγγίζεται η αρχιτεκτονική και ο διάκοσμος του παλαιοχριστιανικού ναού μέσω της παρουσίασης μιας επιλογής γλυπτών αρχιτεκτονικών μελών, λειτουργικών σκευών, ψηφιδωτών και τοιχογραφιών, που προέρχονται στην πλειοψηφία τους από ναούς της Θεσσαλονίκης.

Αίθουσα 2: Παλαιοχριστιανική πόλη και κατοικία

Η έκθεση οργανώνεται με κέντρο το τρικλίνιο, τον χώρο υποδοχής ενός πλούσιου σπιτιού της Θεσσαλονίκης, με ψηφιδωτό δάπεδο και τοιχογραφίες. Γύρω από αυτό αναπτύσσονται θέματα όπως η πολεοδομική οργάνωση, η ύδρευση, το εμπόριο, η νομισματοκοπία, η άμυνα, οι ασχολίες των κατοίκων, αλλά και όψεις της καθημερινής ζωής στο σπίτι, με αναφορές στον εξοπλισμό του (κεραμικά και γυάλινα σκεύη), στις δραστηριότητες σε αυτό (υφαντική, μαγειρική), στην ενδυμασία, στον στολισμό και στον καλλωπισμό, όπως και στην αρχιτεκτονική του σπιτιού.

Αίθουσα 3: Από τα Ηλύσια Πεδία στον χριστιανικό Παράδεισο. Ταφές και κοιμητήρια στην παλαιοχριστιανική περίοδο

Στην έκθεση παρουσιάζονται θέματα όπως τα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης, η τυπολογία των τάφων, οι επιτύμβιες επιγραφές, τα αντικείμενα που συνόδευαν το νεκρό στον τάφο και η ταφική ζωγραφική, μέσα από την πλούσια συλλογή των αποτοιχισμένων ταφικών τοιχογραφιών που διαθέτει το Μουσείο.

ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Αίθουσα 4: Από την Εικονομαχία στη λάμψη των Μακεδόνων και των Κομνηνών

Στην έκθεση σχολιάζονται με αυθεντικό και πληροφοριακό υλικό θέματα όπως η Εικονομαχία, η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική και η γλυπτική του μεσοβυζαντινού ναού, ο μοναχισμός, ο εκχριστιανισμός των Σλάβων από τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο, τα νεκροταφεία, η κεραμική, τα μολυβδόβουλλα και τα νομίσματα.

Αίθουσα 5: Οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων

Στην έκθεση παρουσιάζονται οι αυτοκρατορικές δυναστείες του Βυζαντίου με χρονολογική σειρά από τα χρόνια του Ηρακλείου (610-641) μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η παρουσίαση γίνεται με πληροφοριακό και φωτογραφικό υλικό από νομίσματα, χειρόγραφα, μικροτεχνία και ψηφιδωτά. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται νομίσματα και θησαυροί νομισμάτων της μεσοβυζαντινής περιόδου, καθώς και μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρεται σε επισκευή του τείχους της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της βασιλείας των αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ΄(886-912) και Αλεξάνδρου (912-913).

Αίθουσα 6: Το βυζαντινό κάστρο

Στην έκθεση παρουσιάζονται η οργάνωση του κάστρου και η καθημερινή ζωή και παραγωγή μέσα σε αυτό. Το αρχαιολογικό υλικό προέρχεται από διάφορα κάστρα της Μακεδονίας και κυρίως από το κάστρο της Ρεντίνας. Η θεματική ενότητα συμπληρώνεται από βιντεο-εγκατάσταση που παρουσιάζει τα κάστρα της Μακεδονίας και της Θράκης.

ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Αίθουσα 7: Το Λυκόφως του Βυζαντίου (1204-1453)

Στην έκθεση παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά έργα της τέχνης της περιόδου, όπως ο γνωστός «Επιτάφιος της Θεσσαλονίκης», εικόνες και τοιχογραφίες, καθώς και μαρμάρινες ανάγλυφες εικόνες. Μια σειρά έργων ταφικού προορισμού δίνουν πληροφορίες για τις ταφικές συνήθειες, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την προσωπογραφία της εποχής. Παρουσιάζονται επίσης το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, η υαλουργία της, καθώς και κεραμικά εργαστήρια που εντοπίστηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη.

ΔΩΡΕΕΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ

Στη θεματική πορεία της έκθεσης παρεμβάλλονται δύο αίθουσες στις οποίες παρουσιάζονται αντίστοιχα δύο μεγάλες ιδιωτικές συλλογές που δωρήθηκαν στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.

Αίθουσα 8: Συλλογή Ντόρης Παπαστράτου

Τα ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της συλλογής της Ντόρης Παπαστράτου, είναι ένα εικαστικό είδος με προέλευση από τη Δύση, που στα μέσα περίπου του 17ου αιώνα υιοθετήθηκε και από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Την πλούσια και μοναδική σε ποικιλία έργων συλλογή της συγκροτούν 198 χαρακτικά του 18ου -19ου αι. και οκτώ ξύλινες και χάλκινες μήτρες, που δωρήθηκαν στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού το 1993 από τις θυγατέρες της Μαρίνα και Δάφνη Ηλιάδη. Στην έκθεση παρουσιάζονται μία χαλκογραφημένη πλάκα και 29 χαρακτικά, που προέρχονται από όλους τους κύριους τόπους εκτύπωσης ελληνικών θρησκευτικών χαρακτικών: τη Λεόπολη (Lviv) της Ουκρανίας, τη Βιέννη, τη Βενετία, την Κωνσταντινούπολη και το Άγιο Όρος. Ορισμένα από αυτά είναι πολύτιμα, καθώς είναι τα μοναδικά αντίτυπα που διασώθηκαν.

Αίθουσα 9: Συλλογή Δημήτριου Οικονομόπουλου

Η συλλογή του Δημήτριου Οικονομόπουλου αποτελείται από 1460 αντικείμενα που καλύπτουν μια ευρεία χρονική περίοδο, από τα προϊστορικά μέχρι τα μεταβυζαντινά χρόνια. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Δ. Οικονομόπουλου για το Βυζάντιο αποτυπώνεται στις συλλεκτικές του επιλογές, όπου κυριαρχούν τα έργα της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης, με ποσοτική και ποιοτική την υπεροχή των εικόνων. Για τη μόνιμη έκθεση της συλλογής επιλέχθηκαν αντιπροσωπευτικά έργα κάθε κατηγορίας, όπως κεραμικά, νομίσματα, έργα μικροτεχνίας, εκκλησιαστικά έγγραφα και κυρίως εικόνες.

ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Αίθουσα 10: «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»: Η βυζαντινή κληρονομιά στους χρόνους μετά την Άλωση. 1453-19ος αι.

Τα ζωγραφικά έργα που εκτίθενται αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τις ζωγραφικές σχολές στις τουρκοκρατούμενες και τις βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές. Σε κύριους μοχλούς προώθησης της τέχνης αναδείχτηκαν από τον 16ο αιώνα τα μοναστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου και ιδίως το Άγιον Όρος. Παρουσιάζονται επίσης χαρακτικά, δείγματα του νέου είδους εικαστικής έκφρασης που υιοθέτησε η ορθόδοξη Εκκλησία τον 17ο αιώνα. Στην έκθεση προσεγγίζεται επιπλέον το θέμα της λατρείας των νεομαρτύρων και της άνθησης του μοναχισμού στη Μακεδονία τον 16ο αιώνα, ενώ εκτίθενται και μερικά εξαιρετικά δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής, λειτουργικά βιβλία και δείγματα εκκλησιαστικής αργυροχοΐας.

Αίθουσα 11: Ανακαλύπτοντας το παρελθόν

Ο «επίλογος» της μόνιμης έκθεσης παρουσιάζει με αυθεντικό υλικό αλλά και με ψηφιακές εφαρμογές την πορεία που ακολουθεί το αρχαίο αντικείμενο από την ανασκαφή, όπου ανακαλύπτεται, στο μουσείο, όπου εκτίθεται, περνώντας από τα ενδιάμεσα στάδια της καταγραφής, της μελέτης και τη συντήρησης. Παρουσιάζεται ακόμη η ιστορία των μουσείων με ηλεκτρονικό τρόπο. Το ψηφιδωτό δάπεδο από σπίτι στη Θεσσαλονίκη (5ος αι.), όπου απεικονίζονται ο ζωδιακός κύκλος και προσωποποιήσεις μηνών και ανέμων, αποτελεί το μοναδικό αρχαιολογικό έκθεμα της αίθουσας. Το ψηφιδωτό πλαισιώνεται από ένα αφαιρετικό εικαστικό έργο της ζωγράφου Δ. Καμαράκη, το οποίο παραπέμπει στο σύγχρονο αστικό τοπίο των ελληνικών πόλεων όπου ανακαλύπτονται συχνά τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος.

Πηγή: http://edu.klimaka.gr