ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ- ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

20180511_141135

Συντάκτης: Δημήτριος Πάνου, Εκπαιδευτικός ΠΕ70

Την Παρασκευή 11 Μαΐου 2018, οι μαθητές και μαθήτριες της Ε΄και ΣΤ΄ τάξεων  με τη συνοδεία του διευθυντή του Σχολείου μας κ. Αντωνόπουλου Θεόδωρου και των υπεύθυνων εκπαιδευτικών των τμημάτων κ. Πάνου Δημήτριου, κ. Κουμαρίδου Μαρίας, κ. Δημητριάδου Μανασούλας και κ.  Νικολαΐδη Αχιλλέα επισκέφτηκαν στη Θεσσαλονίκη τον Ιερό Προσκυνηματικό Ναό του Πολιούχου της Πόλης Αγίου Δημητρίου (δυστυχώς λόγω της καταρρακτώδους βροχής από την προηγούμενη ημέρα δεν ήταν δυνατό να επισκεφτούμε την κρύπτη του Ναού καθώς πραγματοποιούνταν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης του χώρου) και Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Πάντα είναι η επίσκεψη αυτή μια  εμπειρία μοναδική για τους μαθητές/ μαθήτριές μας αφού έχουν την ευκαιρία να δουν μπροστά στα μάτια τους να ξεδιπλώνεται το μεγαλείο του Βυζαντινού Κόσμου και να αναπλάσουν όλα τα ιστορικά στοιχεία τα οποία διδάσκονται στην Πέμπτη και Έκτη τάξη, αφού προηγουμένως έχουν προσκυνήσει το Ιερό Λείψανο του «Παλικαριού της Πίστης μας», του Αγίου Δημητρίου…

Ναός Αγίου Δημητρίου

Ο Ι. Ναός του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτου κτίσθηκε στα μέσα του 5ου αι. από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο πάνω στον τάφου του Αγίου, ο οποίος μαρτύρησε ως χριστιανός με το στρατιωτικό αξίωμα του ανθυπάτου επί του αυτοκράτορος Μαξιμιανού (292-311), που διέταξε «λόγχαις ἀναιρεθῆναι τὸν μάρτυρα» μετά την ήττα του Δανδήλου παλαιστού Λυαίου από τον μαθητή του Δημητρίου Νέστορα στον χώρο του Σταδίου της πόλεως. Μεγάλη πυρκαγιά μεταξύ των ετών 629 και 639 κατέστρεψε μεγάλο μέρος αυτού του κτηρίου. Η ευσέβεια του λαού της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον Επίσκοπο Ιωάννη τον ξανακτίζει διευρύνοντάς τον. Το 904 ο Ναός λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς και αρπάχτηκε σε κομμάτια το ιερό «Κιβώριο». Άλλη διαρπαγή νέου «Κιβωρίου» σημειώνεται από τους Νορμανδούς 281 χρόνια αργότερα, όταν καταλήφθηκε η πόλη από αυτούς το 1181.

 Το 1493 ο Ναός μετατρέπεται σε τζαμί από τους Τούρκους. Στο βορειοδυτικό μέρος του Ναού μεταφέρεται το κενοτάφιο του Αγίου και απομονώνεται από το Τζαμί. Με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912 ο Ναός επαναλειτουργεί ως χώρος λατρείας – τιμής του Αγίου Δημητρίου. Η πυρκαγιά της 5ης και 6ης Αυγούστου του 1917 αποτεφρώνοντας τα δύο τρίτα της Θεσσαλονίκης μετέβαλε σε ερείπια και τον ιστορικό Ναό, ο οποίος επί χίλια πεντακόσια συνεχή έτη αποτελούσε το κόσμημα και το καύχημα της δεύτερης πρωτεύουσας του ελληνικού Γένους.Αναστηλωτικές εργασίες αποκατέστησαν την αρχική του μορφή. Για το ιστορικό του Ναού του Αγίου Δημητρίου και για την τιμή του Μυροβλήτου Μάρτυρος υπάρχουν πλούσιες πηγές, από τις οποίες μπορεί να σχηματιστεί όχι απλά μια ιστορική εικόνα, αλλά και να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, που έζησε παράλληλα και άρρηκτα συνδεδεμένη με την τιμή του Μυροβλήτη και προστάτης της Αγίου. Με το διάταγμα των Μεδιολάνων, που υπέγραψε ο Μ. Κωνσταντίνος το 313 μ.Χ., οι Θεσσαλονικείς Χριστιανοί ελεύθερα πλέον έσπευσαν αμέσως να τιμήσουν τον συμπολίτη τους μάρτυρα Δημήτριο, χτίζοντας έναν μικρό Ναό «οικίσκο» στο χώρο όπου είχε μαρτυρήσει και ταφεί, κοντά στο υπόγειο ερειπωμένου ρωμαϊκού λουτρού δίπλα στο Στάδιο της πόλεως: «…οἰκία φορητοῖς ἐπικεχωσμένη καὶ στενουμένη ὑπὸ τῶν περιβόλων τοῦ δημοσίου λουτροῦ και τοῦ σταδίου». Ο χώρος αυτός του Ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου γρήγορα έγινε κέντρο της λατρείας – τιμής του. Απ’ όλα τα μέρη συνέρρεαν οι πιστοί, άλλοι για να προσευχηθούν στον τάφο του Μεγαλομάρτυρος και άλλοι για να θεραπευθούν από βαριές ασθένειες με το μύρο που ανέβλυζε από τον τάφο του Αγίου. Μεταξύ των προσκυνητών ήταν και ο έπαρχος του Ιλλυρικού Λεόντιος από το Σίρμιο, ο οποίος θεραπεύθηκε τελείως από ασθένεια που έπασχε. Ο Λεόντιος από ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Δημήτριο έκτισε στα 413 στην ίδια θέση του μικρού Ναού νέο επιβλητικό Ναό που με διάφορες προσθήκες, επισκευές και διαρρυθμίσεις σώθηκε μέχρι τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, οπότε και καταστράφηκε, για να αναστηλωθεί στη συνέχεια «ἐκ βάθρων».

 Ο Ναός του Αγίου Δημητρίου ως μνημείο τέχνης αποτελεί ένα από τα πλέον υπέροχα χριστιανικά μνημεία της ελληνικής Ανατολής. Η αρχιτεκτονική του μας διέσωσε τον γνησιότερο τύπο της ελληνιστικής βασιλικής ή των δρομικών Ναών, με ξύλινη αμφικλινή στέγη. Φέρει εγκάρσιο κλίτος έμπροσθεν του Ιερού Βήματος και υπερώα επάνω από όλα τα κλίτη και τον νάρθηκα. Η σημερινή της μορφή είναι του 7ου αι. και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες εκκλησίες – μαρτύρια. Χωροταξικά τοποθετείται στο κέντρο της παλαιάς πόλεως, βορειοανατολικά της αρχαίας αγοράς. Έχει διαστάσεις κάτοψης 43,58 μ. (μήκος) και 33 μ. (πλάτος). Με τέσσερεις κιονοστοιχίες η Βασιλική χωρίζεται σε πέντε κλίτη ή στοές. Το μεσαίο κλίτος είναι ευρύτερο από τα υπόλοιπα τέσσερα, χωρίζεται από αυτά με οκτώ πράσινους, δώδεκα λευκούς κίονες και τέσσερεις πεσσούς, που κοσμούνται με κιονόκρανα, τα οποία στέφονται με επιθέματα. Η επένδυση των τοίχων και των πεσσών με πολύχρωμες πλάκες συνιστούν την ορθομαρμάρωση του υπερυψωμένου κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη στεγάζονται με κλιμακωτές στέγες, ώστε να δημιουργούνται μονόλοβα, δίλοβα και τρίλοβα παράθυρα, δια των οποίων εισέρχεται άπλετο φως στον μεγαλόπρεπο εσωτερικό χώρο της Βασιλικής. Άνωθεν των πλαγίων κλιτών οικοδομήθηκαν ευρύχωροι Γυναικωνίτες. Οι δεκαπέντε περίπου παραλλαγές των κιονοκράνων, όπως οι διακοσμήσεις ακανθώδους σχήματος, οι κεφαλές κριών, λοιποί φυτικοί διάκοσμοι, αετοί με ανοικτές τις πτέρυγές του κ.ά, μας διασώζουν μια χριστιανική τέχνη απαράμιλλης ποιοτικής αξίας και αισθητικής. Ένα έκτο κλίτος διαμορφώνεται κάθετα στα προηγούμενα, φέρει τέσσερεις ερυθρούς και οκτώ λευκούς κίονες και τέσσερεις πεσσούς με κορινθιακά κιονόκρανα και επίκρανα και φιλοξενεί το Ιερό Βήμα του Ναού, μετά των πτερυγίων αυτού και της ημικυκλικής αψίδος. Ας σημειωθεί εδώ ότι το υλικό κατασκευής των κιόνων είναι αιγυπτιακός πορφυρίτης, προκονησιακό μάρμαρο και θεσσαλικός ή ατράκιος λίθος.

 Η είσοδος στον Ναό παλαιά γινόταν από τη δυτική πλευρά, διά της μεγάλης ορθογωνίου αυλής, στην οποία ανηγέρθη κυκλικό περιστύλιο (αίθριο ή atrium) έχοντας εν τω μέσω τοποθετημένη την φιάλη αγιασμού, μαρμάρινη στεγασμένη λεκάνη, περιστοιχισμένη από οκτώ μαρμάρινους κίονες, στολισμένη εξωτερικά με ραβδώσεις. Σήμερα σώζεται μόνο η λεκάνη, ενώ το υπόλοιπο της φιάλης έχει καταστραφεί. Διά της εισόδου εισερχόμαστε στον μεγαλοπρεπή Νάρθηκα, ο οποίος φέροντας εν τῳ μέσῳ αυτού δύο πράσινους κίονες, σχηματίζει το Τρίβηλον του Ναού, που οδηγεί στον κυρίως Ναό. Με την ανέγερση της Βασιλικής από τον Λεόντιο αναπτύσσεται ιδιαίτερα η τιμή του Αγίου Δημητρίου διά της κατασκευής εξαγωνικού Κιβωρίου «πρὸς τοῖς λαοῖς πλευροῖς», κοντά στην αριστερή κιονοστοιχία του μεσαίου κλίτους, όπου κατόπιν οραμάτων και ενυπνίων δημιουργήθηκε η πίστις ότι «ὑπὸ γῆν κεῖται τὸ πανάγιον λείψανον». Γύρω στα 1481 στο εσωτερικό του Ναού, στην αριστερή κιονοστοιχία αμέσως μετά τον νάρθηκα, τοποθετήθηκε ο μαρμάρινος, αναγεννησιακού ρυθμού, τάφος του Λουκά Σπαντούνη, κάτωθεν του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα δεκατριάστιχη επιγραφή που συνιστά εγκώμιο στον Θεσσαλονικέα πρόκριτο. Από τότε που κυριεύτηκε η πόλη από τους Τούρκους πλήρωνε βαρύτατο φόρο στους κατακτητές, ώστε να παραμείνει ο Ναός στη διάθεση των ευσεβών Θεσσαλονικέων. Το 1490 ή 1491 ο Ναός επί σουλτάνου Βαγιαζίτ Β’ (1481-1512) μετατράπηκε σε τζαμί με το όνομα «Κασημιέ – Τζαμί», για να παραδοθεί και πάλι στη θεία λατρεία των ευσεβών ορθοδόξων χριστιανών το 1912, αμέσως μετά την απελευθέρωση της συμπρωτεύουσας.

 Η μεγαλοπρέπεια του Ι. Ναού του Αγίου Δημητρίου δεν συνίσταται μόνο στη λαμπρή πραγματικά αρχιτεκτονική του. Η πολύχρωμη ορθομαρμάρωση και ο πλούσιος γλυπτικός διάκοσμος προσδίδουν στο έργο της ανέγερσης και εξωραϊσμού του Ναού μοναδική, διαχρονική, μνημειακή αξία.Η ορθομαρμάρωση και η επένδυση με ποικίλες μαρμάρινες πλάκες των κιονοστοιχιών, του μεσαίου κλίτους, του Νάρθηκα και άλλων ιερών, ως επίσης τα γείσα, οι πεσσοί, τα κιονόκρανα, τα θωράκια, τα επιστύλια και τα επιθήματα που συνιστούν την προσφορά υψηλής γλυπτικής τέχνης στον ευπρεπισμό του Ναού και προσθέτουν μεγαλύτερη λαμπρότητα στην Βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Στην τουρκοκρατία τα γλυπτά χρησιμοποιήθηκαν γιά την επίστρωση του δαπέδου του Ναού (που είχε ήδη μετατραπεί σε τζαμί), απομακρύνθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό για την ανέγερση του μιναρέ. Ό,τι υλικό βρέθηκε κατά τις εργασίες αναστήλωσης του Ι. Ναού μετεφέρθηκε στην Κρύπτη. Ο ζωγραφικός διάκοσμος της Βασιλικής, που συνίσταται από μωσαϊκά και τοιχογραφίες, καθιστά έτι επιβλητικότερο τον ναό, καθώς ο διάκοσμος αυτός αντιπροσωπεύεται από έργα διαφόρων περιόδων και φάσεων της βυζαντινής τέχνης. Τα μωσαϊκά του βορείου και νοτίου κλίτους, τα μωσαϊκά των κτητόρων, του Αγίου Σεργίου, της Θεοτόκου μετά του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου, του Αγίου Δημητρίου, σε διάφορα σημεία και σε ποικιλία συνθέσεων καλύπτουν χρονική περίοδο από τον Στ’ μέχρι τον Θ’ αιώνα. Το πλήθος των τοιχογραφιών με την υψηλή τεχνική, την ευρύτατη θεματολογία και την άριστη προσαρμογή τους στις δεδομένες επιφάνειες, προσθέτουν έντονη διδακτική τους αξία γραφικότητα και χάρη υψηλής καλαισθησίας. Καταλήγοντας θα μπορούσαμε να πούμε πως η βασιλική του Αγίου Δημητρίου, στολισμένη με τα πολύχρωμα δάπεδα και τις ορθομαρμαρώσεις και ακόμη με τα ψηφιδωτά στους τοίχους, στα τόξα και στους θόλους, με ψιλοδουλεμένα κιονόκρανα και ανάγλυφα θωράκια και τέμπλα και με άλλα γλυπτά, καθώς και με φορητές εικόνες, από τις οποίες αρκετές έχουν σημειωθεί στα κείμενα εποχής, συνιστά ένα μνημειακό πραγματικά κτίσμα θαυμαστής μορφολογίας.

 Αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες από τον καιρό της κατασκευής της και έχει ταλαιπωρηθεί από τον χρόνο, σεισμούς, πυρκαγιές και αναστηλώσεις, διατηρεί τη γνησιότητα και το πνεύμα της μεγαλοφροσύνης που ξεχωρίζει την αρχιτεκτονική της εποχής, καθώς και την έξοχη και διαχρονική καλλιτεχνική αξία και αισθητική, όπως μπορούμε να κρίνουμε από όσα μέρη διασώθηκαν. Κατανοούμε λοιπόν τους λόγους διά τους οποίους η Βασιλική του Αγίου Δημητρίου κυριαρχεί λειτουργικά και οπτικά επί σειρά αιώνων στη Θεσσαλονίκη, μια και υπήρξε όχι μόνο το κέντρο της τιμής του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου και προστάτη της πόλεως, αλλά και ο κατεξοχήν λατρευτικός χώρος της πρωτεύουσας της μακεδονικής γης, όπου η χριστιανική πίστη συνδέθηκε άμεσα και άρρηκτα με τις παραδόσεις και την ιστορία του Ορθόδοξου Ελληνικού Έθνους.

Άγιος Δημήτριος

Εις την «θεοφύλακτον τῶν Θεσσαλονικέων μητρόπολιν», «ὑπερβαλλόντως ὑπερέχουσαν πλούτῳ τε καὶ ποικίλῳ καὶ ἀνθρώποις συνετοῖς καὶ χριστιανικωτάτοις», εγεννήθη και εμεγάλωσεν ο ωραιότερός της καρπός, «ὁ χαρίεις τὴν μορφήν, ψυχὴν δὲ χαριέστατος, ἡδὺς τὸ φθέγμα, τὸν τρόπον ἡδύτερος, γλυκὺς τὸν λόγον, τὸ ἦθος δὲ γλυκύτερος» Μεγαλομάρτυς του Χριστού Δημήτριος κατά τους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού και Μαξιμιανού Ερκουλίου (284-305 μ. Χ.) έχοντας ορίσει Καίσαρα Αχαΐας και Μακεδονίας τον Μαξιμιανό Γαλέριο. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Διοκλητιανός παρακινούμενος από τον Καίσαρα Γαλέριο, μέλος της «Τετραρχίας», εξαπέλυσε αληθινό πόλεμο εναντίον των χριστιανών. Ο χριστιανισμός που είχε εξαπλωθεί από την Παλαιστίνην έως τον Πόντο και από την Μικρά Ασία έως την κυρίως Ελλάδα και την Ιταλίαν, έχει να επιδείξει τη εποχή αυτή αναρίθμητες θυσίες και μαρτυρικούς θανάτους σε πόλεις όπως η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Αντιόχεια, η Θεσσαλονίκη, αλλά και σε περιοχές όπως η Κρήτη και η Κύπρος, με αποτέλεσμα η εποχή αυτή να μείνει γνωστή στην ιστορία ως «εποχή μαρτύρων» του χριστιανισμού.

Με τον ερχομό του 4ου αι. ο χριστιανισμός είχε ήδη εδραιωθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης με πολυάριθμους χριστιανούς και Εκκλησίες οργανωμένες κατά τα πρότυπα της διδασκαλίας των Αγίων Αποστόλων.

Εκλεκτό μέλος της των Θεσσαλονικέων Εκκλησίας ήτο και ο Άγιος Δημήτριος, ο οποίος προήρχετο από ευσεβείς γονείς, από τους πλέον επισήμους «ἄρχοντας τῶν Μακεδόνων», «πατέρας θαυμαστῷ τῷ γένει, πολύ δὲ τῇ ψυχῇ θαυμαστότερος». Είχε δε προικιστεί παρά του Δωρεοδότου παντός αγαθού με πλήθος σωματικών και πνευματικών χαρισμάτων. «Γένους σεμνότητος, οὐσίας ἀφθόνου, ἰσχύος σώματος, κάλλους ἰσότης, ἠθῶν εὐγένεια καὶ ἡ διὰ πάντων τούτων ἁρμονία καὶ σύμβασις». Στα χαρίσματα αυτά προσετέθη η μόρφωση και η παιδεία, «ἡ τῶν λόγων ἄσκησις ἐγγὺς συνέφυ».

Με την πνευματικήν του υπεροχή, την ωραία εμφάνιση, την ευσέβεια και την ηθική του γενναιότητα ο Δημήτριος έγινε πολύ γρήγορα γνωστός σε ολόκληρη την πόλη, «ἀντὶ ψυχῆς τῇ πόλει καθίσταται» και προεβλήθη ως ιδεώδες τελείου ανθρώπου. Καταγινόταν δε κυρίως εις το να μαθαίνει το καλό και να γυμνάζεται  στην πολεμική τέχνη, διότι αυτό συνδυάζει άριστα τη φρόνηση και την ανδρεία με τη στρατηγική πείρα.  Η φήμη του έφθασε και μέχρι τον βασιλιά Μαξιμιανό Γαλέριο, ο οποίος εκτιμώντας τις αρετές του τον προσέλαβε αρχικά ως μέλος της συγκλήτου της πόλεως και στη συνέχεια τον τίμησε με το αξίωμα του Δούκα, διορίζοντάς τον στρατηγό όλης της Θεσσαλίας.

Ως χριστιανός ο Δημήτριος δεν περιορίστηκε μόνον στη λατρεία του μόνου και αληθινού Θεού, αλλά προχώρησε με ζέση και ζήλο στο ιεραποστολικό του έργο φωτίζοντας και διδάσκοντας τόσο με τη φωτεινή παρουσία του, όσο και με τους «θείας εμπνεύσεως» ηρτυμένους κατηχητικούς λόγους του, σπείροντας τον λόγο του Ευαγγελίου στην αγαθή των Θεσσαλονικέων γη, για να προσφέρει μέχρι σήμερα η Θεσσαλονίκη ευχύμους τους καρπούς της πίστεως.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο «σοφός, παρθένος καὶ ὅσιος καί, ὡς εἰπεῖν πάγκαλός τε καὶ παναμώμητος καὶ φύσει καὶ σπουδῇ καὶ χάριτι λαμπρυνόμενος» Δημήτριος ανεδείχθη διδάσκαλος και απόστολος. Η μόρφωση και η παιδεία του με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος κατέστη «ὅπλον καὶ ἀμυντήριον ἐνυπόστατον» και οικοδομικό εργαλείο και γεωργική σκαπάνη και άροτρο και αλιευτική σαγήνη και ό,τι άλλο παρόμοιο, ώστε «οὐδεὶς εἶχεν ἀντιστῆναι τῇ τοῦ Δημητρίου σοφίᾳ καὶ τῷ Πνεύματι ὃ ἐλάλει». Καλλιεργώντας έτσι ο Δημήτριος τον αμπελώνα του Κυρίου της αγαπημένης του πόλεως, «καταγράφων τὰ ῥήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς» στις καρδιές των Θεσσαλονικέων ειδωλολατρών, περιέλαβε στη σαγήνη του κηρύγματός του, εκτός της Θεσσαλονίκης, την Αττική και την Αχαΐα, ώστε να καταστεί από τότε ακόμη «θαῦμα ἐν λόγοις θείοις Δημήτριος καὶ εὐωδία Χριστοῦ». Ο Μάρτυς συνήθιζε να διδάσκει εις την «χαλκευτικὴ στοά», σε υπόγειο του Ναού της Αειπαρθένου Θεομήτορος, που ονομαζόταν Καταφυγή, κοντά στο Δημόσιο Λουτρό.

Ήδη ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός Ερκούλιος ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη, για να συγκεντρώσει στρατό εναντίον των Ισαύρων, εκτιμώντας το λαμπρόν, περίδοξον και περίβλεπτον γένος του Δημητρίου, ως επίσης και τις αρετές που συγκέντρωνε, τον είχε ανακηρύξει ανθύπατον και αυθέντην όλης της Ελλάδος δίνοντάς του την ανάλογη στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι και τον υπατικό ωρατίωνα, τα οποία έφερε σαν διακριτικά της στρατιωτικής εξουσίας του, αλλά και σαν μυστικά σύμβολα της διδασκαλικής αξίας και προεδρίας, που μυστικά του εχάρισε ο αληθινός και Ουράνιος Βασιλεύς του, ο Χριστός.

Ο Μαξιμιανός, αφού υπέταξε τους Σκύθες και τους Σαυρομάτες, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος θυσιάζοντας στα είδωλα από όσες πόλεις διέβαινε. Ήλθε και στη Θεσσαλονίκη και μερικοί από τους ειδωλολάτρες της πόλης, έχοντας στην καρδιά τους τον Πονηρό και επιθυμώντας να τιμηθούν από τον βασιλιά τού είπαν: «Μεγαλειώτατε, σε παρακαλούμεν να μας ακούσεις, διότι επιθυμούμε το συμφέρον της βασιλείας σου. Γνώρισε λοιπόν πως ο Δημήτριος, ο οποίος ετιμήθη με το βαθμό του ηγεμόνος της Θεσσαλίας, αρνήθηκε την παραδοσιακή θρησκεία και πιστεύει εις τον Χριστόν, εκείνον τον οποίον εσταύρωσαν οι Εβραίοι. Επιπλέον κηρύττει φανερά αυτόν τον Χριστόν ως Θεόν αληθινόν. Και καθημερινώς ακούνε τους πλανεμένους λόγους του οι άνθρωποι, αφήνουν τη θρησκεία τους και γίνονται Χριστιανοί».

Ο βασιλιάς, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, κατ’ αρχάς λυπήθηκε, διότι θα έχανε τέτοιο άνθρωπο, έπειτα όμως θέλοντας να διαπιστώσει και ο ίδιος την αλήθεια, διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Πήγαν οι άνθρωποι του βασιλιά  στην «Καταφυγήν» και βρήκαν τον Άγιο καθήμενον και διδάσκοντα τον λόγο του Θεού, οπότε τον άρπαξαν αμέσως και τον παρουσίασαν στον βασιλιά. Ο Άγιος δεν αντιστάθηκε καθόλου, αλλά με χαρά στάθηκε μπροστά του. Ο βασιλιάς λέγει προς τον Δημήτριον: «Τέτοια τιμή περίμενα να μου δώσεις; Έτσι ήλπιζα να με τιμάς και σε ανεβίβασα σε τέτοιο βαθμό; Εγώ σε ανέδειξα ηγεμόνα της Θεσσαλονίκης και συ ούτε ένα μίλι δεν εξήλθες της πόλεως δια να με προϋπαντήσεις;». Ακούσας αυτά ο Άγιος απήντησε: «Βασιλιά μου, εγώ τιμώ την βασιλεία σου, τιμώ όμως περισσότερο από εσένα τον Θεό του ουρανού και της γης, ο οποίος είναι βασιλιάς όλου του κόσμου». «Και ποιος είναι ο Θεός σου και βασιλεύς;». Ο Άγιος απήντησε: «Ο Κύριος Ιησούς Χριστός, εκείνος είναι Θεός αληθινός και Βασιλεύς Παντοκράτωρ». Ο βασιλιάς του λέγει πάλι: «Λοιπόν αυτόν πιστεύεις εσύ και διά τούτο δεν καταδέχεσαι εμάς, ανάξιε της τιμής; Και τι καλό είδες από τον Χριστό σου και τον έχεις Θεό και Βασιλέα; Δεν είναι θεός ο Ζευς, ο Απόλλων και οι λοιποί, αλλά ο Χριστός σου; Δεν σε τίμησα εγώ και σε διόρισα ηγεμόνα της Θεσσαλίας; Αυτά αποδίδεις σε εμάς, αχάριστε άνθρωπε; Τέτοιος φαίνεσαι προς του μεγάλους θεούς και εμάς; Εγώ λοιπόν θα σου ανταποδώσω κατά την μολυσμένη γνώμη σου. Θα βασανισθείς και θα τιμωρηθείς με πολλά βάσανα, για να μάθεις ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ και τι μπορεί να κάνει ο Θεός σου για σένα». Ο Άγιος απεκρίθη: «Βασιλιά, τις τιμωρίες και τα βάσανα με τα οποία με απειλείς εγώ τα θεωρώ ως χαρά και αγαλλίαση, διότι αυτά θα μου χαρίσουν την βασιλεία των ουρανών και ατελείωτη τιμή». Ο βασιλιάς θύμωσε υπερβολικά εναντίον του Δημητρίου. Έπειτα όμως, θέλοντας να ταπεινώσει τη γνώμη του, πρόσταξε να τον φυλακίσουν, συλλογιζόμενος ότι, αν καταφρονηθεί και φυλακισθεί, θ’ αναγκασθεί να αλλάξει γνώμη. Πήραν οι στρατιώτες τον Άγιο και τον οδήγησαν σε τόπο ακάθαρτο, δηλαδή σε λουτρό παλαιό στα υπόγεια του οποίου εχύνοντο απόνερα. Εισερχόμενος ο Άγιος στον τόπο εκείνο είδε μπροστά του έναν μεγάλο σκορπιό, ο οποίος προσπαθούσε να τον κεντρίσει. Ο Άγιος εποίησε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Εις το όνομα του Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε να πατάμε επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Αυτό είπε και πάτησε εκείνον τον σκορπιό και αμέσως εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου επάνω αυτού κρατώντας στεφάνι χρυσό και είπε προς αυτόν: «Χαίρε Δημήτριε στρατιώτα του Χριστού, έχε θάρρος, ενδυναμού και νίκα τους εχθρούς σου». Και έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του μάρτυρος. Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, παρηγορούμενος υπό του Θεού.

Ο παράνομος βασιλιάς έχαιρε να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά έβαζαν τους ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλον και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό, για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς που πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από την πόλη Ουάνδηλα της Σκυθίας. Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του, για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Επιπλέον δε ο βασιλιάς για τις νίκες του του χάριζε πλούσια δώρα.

Κάποιος νέος από τη Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος ήταν κρυφός χριστιανός και μαθητής του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να φονεύει τους ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό που ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και αυθέντα μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσόν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείο του Σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Ανεχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο όπου γινόταν ο αγώνας της πάλης και αμέσως φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο βασιλιάς, ο οποίος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις είδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, είκοσι περίπου ετών, μήνυσε σε αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε: «Νεανία, δεν λυπήθηκες την ζωή σου, αλλά ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από την πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατό σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο, για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μην απολέσεις τη ζωή σου». Ο Νέστορας απάντησε στον βασιλιά: «Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, αλλά και πλούτο έχω και τ ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο, για να λάβω τιμή. Διότι, αν και είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος από τον Λυαίο, δια τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε. Ο Άγιος Νέστωρ αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έρριψε το επανωφόριό του και φώναξε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδιάς του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;» Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ, βασιλιά μου, δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τους άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.

Ο βασιλιάς με λύπη ανεχώρησε για το παλάτι μονολογώντας: «Μα τη δύναμη των μεγάλων θεών, από μαγείες φονεύθηκε σήμερα ο φίλος μου ο Λυαίος». Μόλις έμαθε ότι ο Λυαίος φονεύθηκε με οδηγίες του Δημητρίου, πρόσταξε τους στρατιώτες να υπάγουν στο λουτρό και να φονεύσουν τον Άγιο Δημήτριο: «ὁ φιλῶν με, ἀπελθών, βαλέτω Δημήτριον». Επήγαν οι στρατιώτες και ελόγχευσαν τον Άγιο με τις λόγχες τους σε όλο του το σώμα. Ο πρώτος λογχισμός ήταν στη δεξιά του πλευρά, διότι μόλις τους είδε ο Άγιος ύψωσε μόνος του στην δεξιά του χείρα, για να τον λογχεύσουν. Με αυτό το μαρτύριο ετελειώθη ο Άγιος Δημήτριος. Ευλαβείς χριστιανοί ήλθαν κρυφά, για τον φόβο του βασιλιά, στο λουτρό εκείνο και ενταφίασαν το λείψανο στο μέρος εις το οποίο ετελειώθη.

Κάποιος άλλος μαθητής του Αγίου, ο Λούπος, ο οποίος βρισκόταν εκεί κατά την ώρα του μαρτυρίου, έβγαλε το δαχτυλίδι του Αγίου από το δεξί του δάχτυλο και πήρε το μανδήλιο του και το επανωφόριο του από τους ώμους του και τα έβαψε στο αίμα του Μεγαλομάρτυρος και με αυτά ενεργούσε θαύματα πολλά. Αρρώστους ιάτρευε και δαιμονισμένους εθεράπευε. Ο βασιλιάς, μόλις τα έμαθε αυτά, έστειλε στρατιώτες και αποκεφάλισαν τον Λούπο σε κάποιον τόπο ονομαζόμενο Τριβουάλιον.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο ετελειώθη «ὁ αὐτόχθων ἡμῖν καὶ ἡμεδαπὸς Πολιοῦχος, τὸ μέγα τῆς οἰκουμένης θαῦμα, τὸ μέγα τῆς ἱερᾶς ἐκκλησίας ὡράΐσμα, ὁ πολὺς τὰ πάντα καὶ θαυματουργὸς καὶ Μυροβλήτης Δημήτριος». Ο Πανένδοξος και Καλλίνικος Μάρτυς υπήρξε «ἠγαπημένος τοῦ Χριστοῦ μαθητὴς ἢ παῖς ἢ φίλος ἄκρος καὶ οἰκειώτατος», ομοιάζοντας προς Αυτόν ως προς τα μαρτύρια τα οποία υπέστη, την απέραντη καρτερία του και ως προς την διδαχήν την οποίαν ανέλαβε«κατὰ χάριν τοῦ Δεσπότου μίμησιν». Ο μαρτυρικός του θάνατος ωνομάσθη «Χριστομίμητος σφαγή», διότι, ως αναφέρει ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας απευθυνόμενος προς τον Άγιον: «Ἐμαρτύρησεν ἐκεῖνος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, ἐμαρτύρησας καὶ αὐτὸς τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐκείνῳ. Δεδεμένον ἔμαθες ἐδέθης αὐτός. Ἐδέξατο τῇ πλευρᾷ τὴν πληγὴν ὁ Δεσπότης καὶ σὺ τούτῳ τῷ μέρει τὰς πληγὰς ἐκείνας ἐδέξω. Ὑπὲρ ἀνθρώπων ἐκεῖνος εἵλετο τὴν τελευτὴν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ἐτελεύτησας αὐτός. Ὦ Χριστοῦ μὲν ἑταῖρε, Χριστοῦ δὲ μιμητά». «Πᾶσα δὲ ἡ πόλις παρρησιαζόμεθα τὴν εὐσέβειαν, ἐπὶ τῷ μαρτυρίῳ τοῦ Μεγάλου Δημητρίου καυχώμενοι». Και αυτό διότι ο μέγας εν τοις αγίοις αυτού Θεός ημών θέλων να αντιδοξάσει τον δοξάσαντα Αυτόν Μάρτυρα οικονόμησε, ώστε να αναβλύσει η αγάπη του Αγίου χαρίζοντας την ίασιν εκ των σωματικών και ψυχικών ασθενειών δια του μύρου που άρχισε να εκρέει από το λογχισμένο πάναγνο σώμα του Αθλοφόρου.

Μπροστά λοιπόν σε μια τέτοια αγάπη και στις τόσες δωρεές του Μάρτυρα «τίς ἡμῖν ἰσχὺς πρὸς ἀνταπόδοσιν πολλαπλασιάζομεν αὐτῷ τὴν πανήγυριν»,ώστε το Μαρτύριο του Αγίου να μην σταματά τον θαυμασμό και μόνον των πιστών εγκωμιαστών του, αλλά και να ενεργεί μυστικώς στην καρδιά του κάθε χριστιανού, ούτως ώστε ο πιστός να μιμείται έργῳ πλέον τον Άγιον, διότι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας «τιμὴ Μάρτυρος, μίμησις αὐτοῦ».

Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.

Πηγή:  http://www.inad.gr

Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού

Το έτος 2014 αποτελεί ορόσημο, καθώς συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό, με την πρώτη του περιοδική έκθεση, «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994[*1]. Με αυτόν τον τρόπο εγκαινιάστηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της χώρας το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή των βυζαντινών αρχαιοτήτων στις 14 Ιουνίου 1994, οι οποίες επαναπατρίστηκαν μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916, και οριοθετεί το τέλος μιας μακρόχρονης προσπάθειας για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, η οποία συνδέεται με γεγονότα και πρόσωπα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του νεοελληνικού κράτους.

Το 1913 διατάσσεται από τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη να ιδρυθεί «Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον» στη Θεσσαλονίκη (αρ. 746/21.8.1913/Εφ. της Κυβερν. Παράρτημα εκδιδ. Εν Θεσσαλονίκη, 3 Σεπτ., αρ. φύλλου 25-Διάταγμα από 31 Αυγούστου) και ορίζεται ως χώρος ο ναός της Αχειροποιήτου. Σε σχετική επιστολή του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου (αρ. 661/22.8.1913) αναφέρεται η καταλληλότητα του ναού αυτού, δυνάμενου να καταστεί «το επί αισίοις οιωνοίς ιδρυόμενον Κεντρικόν Βυζαντινόν Μουσείον της Ελλάδος». Την ίδια χρονιά (9-9-1913) ο καθηγητής βυζαντινής τέχνης και αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αδαμάντιος Αδαμαντίου, έφορος των χριστιανικών και μεσαιωνικών μνημείων από το 1908, υποβάλλει υπόμνημα (συνεγράφη στις 7-9-1913)  «περί ιδρύσεως και οργανώσεως Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου εν Μακεδονία», «ένα διάγραμμα ευρύ της εγκαθιδρύσεως και επιστημονικής οργανώσεως του Μουσείου», αναπτύσσοντας μεταξύ άλλων τους λόγους, για τους οποίους «επεφυλάχθη υπό της Θείας προνοίας η δευτέρα πρωτεύουσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η επίσημος μεσαιωνική πόλις της Θεσσαλονίκης ως η πόλις του Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου», διότι «ποίος τόπος, και δια την γεωγραφικήν θέσην μεταξύ Δύσεως και Ανατολής και δια την ιστορικήν περιωπήν εν τη όλη εννοία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, είναι ευνοϊκώτερον προωρισμένος να καταστή η σπουδαιοτάτη κεντρική έδρα ερευνών της χριστιανικής και βυζαντινής τέχνης ή η περιφανεστάτη και μεγάλη βυζαντινή πόλις της Θεσσαλονίκης;». Η Θεσσαλονίκη αποτελεί «την πόλιν την συμβολίζουσαν το εθνικό ιδεώδες της επανιδρύσεως της μεγάλης Ελληνικής αυτοκρατορίας». Μαρτυρά την αναζωπύρωση της Μεγάλης Ιδέας και τον πατριωτικό ενθουσιασμό, μεταξύ άλλων, ωστόσο στη συνέχεια πολιτικές σκοπιμότητες επέβαλαν την ίδρυση Βυζαντινού και Χριστιανικού εν τέλει μουσείου στην Αθήνα, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του Νόμου 401/17-11-1914 (ΦΕΚ 347/Α΄/25-11-1914), στο οποίο «κατατίθενται τα της βυζαντινής, μεσαιωνικής και χριστιανικής τέχνης έργα από των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού μέχρι της καθιδρύσεως του Ελληνικού Βασιλείου, πλην των εν Μακεδονία». Στο άρθρο 9 του ανωτέρω Νόμου διευκρινίζεται ότι δια Β. Διατάγματος δύναται να ιδρυθεί και έτερον μουσείον εν Θεσσαλονίκη περιλαμβάνον τα εν Μακεδονία υπό την διεύθυνσιν του οικείου εφόρου των βυζαντινών και μεσαιωνικών μνημείων». Στις 31 Δεκεμβρίου του 1915, όταν στη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη αποβιβαστεί τα συμμαχικά στρατεύματα της Αντάντ, η εφορευτική επιτροπή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου αποφάσισε μετά και από σχετική εισήγηση του Υπουργείου Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, τη μετάβαση του Αδαμαντίου στη Θεσσαλονίκη «προς διάσωσιν των ένεκα των περιστάσεων υποκειμένων εις κίνδυνον κειμηλίων» (Πρακτικά Δ΄ συνεδρίας). Ο Αδαμαντίου συνέλεξε με τη βοήθεια του δικηγόρου Γ. Κομητόπουλου και μετέφερε στην Αθήνα, στις αρχές του 1916, περισσότερα από 1600 αντικείμενα, τα οποία εισήχθησαν στο ΒΧΜ και παρέμειναν στην έκθεση ή στις αποθήκες του έως το 1994.

Tο ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη αναζωπυρώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο, το 1975. Με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (18/25.5.1975) προκηρύχτηκε το 1977 πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του υπό ίδρυση Μουσείου, στον οποίο βραβεύτηκε η πρόταση του αείμνηστου διακεκριμένου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου, στον οποίο ανατέθηκε στη συνέχεια η σύνταξη των οριστικών μελετών. Η πρώτη φάση της μελέτης ολοκληρώθηκε το 1978-1979, ενώ η δεύτερη το διάστημα 1985-1987 σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Γ. Μακρή[*2], λόγω της εμπλοκής στο θέμα της παραχώρησης του οικοπέδου (τμήματος του πρώην στρατοπέδου «Τσιρογιάννη»), ιδιοκτησίας Ταμείου Εθνικής Αμύνης, για την ανέγερση του νέου μουσείου, η οποία επιλύθηκε το 1984, με προσωπική παρέμβαση του τότε Πρωθυπουργού και Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Ανδρέα Παπανδρέου. Το 1988, το έργο της ανέγερσης εντάχθηκε στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ε.Κ., και θεμελιώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1989 από την αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη, Υπουργό Πολιτισμού εκείνη την περίοδο. Το κτίριο ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Με απόφαση της τότε Υπουργού Πολιτισμού κ. Θ. Μπακογιάννη, στις 13.4.1993, ύστερα από γνωμοδότηση του ΚΑΣ, εγκρίθηκε η πρόταση της αρμόδιας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη μουσειολογική μελέτη του νέου Μουσείου με την ονομασία του ως «Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού αποτέλεσε αρχικά περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, όπως ορίστηκε με την § 15 του άρθρου 7 του Ν. 2557/23-12-1997 («Θεσμοί, μέτρα και δράσεις πολιτιστικής ανάπτυξης», ΦΕΚ 271/Α΄/24-12-1997). Με απόφαση Υπουργού θα θεσπιζόταν στη συνέχεια ο κανονισμός λειτουργίας του Μουσείου, θα ρυθμίζονταν τα σχετικά με την οργάνωση, λειτουργία και διοίκησή του, οι σχέσεις με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Αυτό εν τέλει έγινε πράξη με την υπ’ αρ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/50304/26-10-1999 απόφαση (ΦΕΚ 2018/Β΄/17-11-1999), σύμφωνα με την οποία το Μουσείο συγκροτείται ως Ειδική πλέον Περιφερειακή Υπηρεσία, επιπέδου Διεύθυνσης και στεγάζεται επί της Λεωφόρου Στρατού 2 και στο Λευκό Πύργο[*3]. Ως σκοποί του Μουσείου διατυπώνονταν τότε:

Άρθρο 4, Σκοποί: «Το Μουσείο είναι επιστημονικό καθίδρυμα, ανοικτό στο κοινό με ευρύτερο πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, και έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προστασία, διατήρηση, έκθεση, ανάδειξη, προβολή και μελέτη έργων και αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου, που προέρχονται κυρίως από το γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας καθώς και από το ανασκαφικό υλικό της χωρικής εμβέλειας της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) με την οποία συνεργάζεται άμεσα. Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού συνεργάζεται επίσης κατά περίπτωση και με τις άλλες ΕΒΑ, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο για τον εμπλουτισμό και την πληρέστερη, αρτιότερη επιστημονικά και πλέον τεκμηριωμένη παρουσίαση των εκθέσεών του. To Mουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, στο πλαίσιο της πραγματοποίησης των σκοπών του, απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ενθαρρύνει με κατάλληλες δραστηριότητες την αύξηση της προσέλευσης των επισκεπτών στο Μουσείο, ευνοεί την ψυχαγωγική και παιδευτική επαφή του κοινού με τις συλλογές του και εγγυάται τον επιστημονικά τεκμηριωμένο και διεθνώς δόκιμο μουσειολογικά τρόπο παρουσίασής τους».

Στη συνέχεια η τότε διάρθρωση και οι αρμοδιότητες τροποποιούνται μετά τη δημοσίευση του ΠΔ 191 (Οργανισμός ΥΠΠΟ, ΦΕΚ 146/Α΄/13-6-2003), σύμφωνα με το άρθρο 56. Οι αρμοδιότητες περιγράφονται αναλυτικά ως εξής: «..θέματα σχετικά με την απόκτηση, αποδοχή, φύλαξη, συντήρηση, καταγραφή, τεκμηρίωση, έρευνα, μελέτη, δημοσίευση και κυρίως έκθεση και προβολή στο κοινό αντικειμένων της παλαιοχριστιανικής, βυζαντινής, μεσαιωνικής εν γένει και μεταβυζαντινής περιόδου στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς και τη νεώτερης εποχής με θέματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη χριστιανική τέχνη».

Το κτίριο

Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.

Κύρια χαρακτηριστικά του Μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη». Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος: «Ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ’ αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[….] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο – είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια.» Πράγματι στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).

Το Μουσείο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 15.439 τ.μ. Το κτίριο καλύπτει επιφάνεια 5.371,27 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι 11.500 τ.μ. Από αυτά, 2.726,52 τ.μ. καταλαμβάνει η μόνιμη έκθεση (χωρίς τους διαδρόμους) και τα υπόλοιπα οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα γραφεία διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι. Το Μουσείο διαθέτει ανεξάρτητη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων 4211,44 τ.μ., αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αμφιθέατρο 62 θέσεων και καφέ-εστιατόριο, ενώ στο κτίριο Διοίκησης διαθέτει αμφιθέατρο 167 θέσεων.

Βραβεύσεις

  • Το Μουσείο, πρωτοπόρο τόσο στην αντιμετώπιση των εκθεμάτων όσο και στις δράσεις του και στην υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών, σε απόλυτη ισορροπία μεταξύ τους, βραβεύτηκε το 2005, ως το «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς» («Βραβείο Μουσείου» του Συμβουλίου της Ευρώπης), τιμή, η οποία αποδόθηκε σε ελληνικό μουσείο για πρώτη φορά. Το ανωτέρω βραβείο, μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές διακρίσεις στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς, απονέμεται ετησίως από το 1977 σε μουσείο που πρόσφατα ολοκλήρωσε τη μόνιμη έκθεσή του ή την επανέκθεση των συλλογών του με κριτήριο τη σημαντική συμβολή του στην κατανόηση της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς, μεταξύ των προτεινόμενων από την κριτική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων.Η απόφαση της βράβευσης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού ελήφθη ομόφωνα από την Επιτροπή Πολιτισμού, Επιστημών και Εκπαίδευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Παρίσι στις 2 Δεκεμβρίου 2004, την οποία ανακοίνωσε με επιστολή του προς το Μουσείο, στις 15 Δεκεμβρίου ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ολομέλειας του Συμβουλίου της Ευρώπης Peter Schieder. Η κριτική επιτροπή βάσισε την απόφασή της στην «υπεροχή του Μουσείου» και την «ισορροπία μεταξύ συντήρησης, διατήρησης και παρουσίασης» των εκθεμάτων, σημειώνοντας ιδιαίτερα την απουσία προθηκών και την ανάδειξη των εργασιών συντήρησης.Το Μουσείο παρουσιάστηκε ως «φιλικό προς τον επισκέπτη», ενώ τονίστηκε ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας. Η επίσημη τελετή της βράβευσης συνέπεσε με το έτος εορτασμού των 50 χρόνων της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Συνθήκης και πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 2005 στο Στρασβούργο, στο Palais Rohan. Το έπαθλο του βραβείου, «η γυναίκα με τα ωραία στήθη» του Χοάν Μιρό, παρέμεινε και εκτέθηκε στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού για έναν χρόνο. Σήμερα στην ίδια θέση υπάρχει φωτογραφική απεικόνισή του στην είσοδο της πτέρυγας της μόνιμης έκθεσης.
  • Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού βραβεύτηκε με το πρώτο (χρυσό) βραβείο, στο Διεθνές Φεστιβάλ Οπτικοακουστικών Μέσων για τα Μουσεία και την Πολιτιστική Κληρονομιά της AVICOM , της Διεθνούς Επιτροπής  Οπτικοακουστικών Μέσων και Νέων Τεχνολογιών, Εικόνας και Ήχου του ICOM, στην κατηγορία ταινία μεγάλης διάρκειας για την ταινία παραγωγής του με τίτλο «Η Επιστροφή».  Στον διαγωνισμό συμμετείχαν 33 μουσεία και ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς από όλο τον κόσμο. Η τελετή βράβευσης πραγματοποιήθηκε στις 22 Νοεμβρίου στο Εθνικό Μουσείο της Ουγγαρίας στη Βουδαπέστη.

Πηγή:  http://www.mbp.gr

Άγαλμα Μεγάλου Αλεξάνδρου, Παραλία Θεσσαλονίκης

Ο Μέγας Αλέξανδρος έφιππος να ατενίζει τον Θερμαΐκό και τον χιονισμένο Όλυμπο είναι η εικόνα που αντικρίζει ο επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας τη βόλτα του στη Νέα Παραλία.

Πρόκειται για το άγαλμα που είναι για τη Θεσσαλονίκη σήμα κατατεθέν της. Ο μεγάλος στρατηλάτης πάνω στο πιστό επί 20 χρόνια άλογό του, τον Βουκεφάλα βρήκε τη θέση του εκεί το 1973.

Το άγαλμα του έφιππου μεγάλου Αλεξάνδρου είναι έργο του γλύπτη Ευάγγελου Μουστάκα. Χυτεύθηκε στα εργαστήρια “Ρεντζο Μικελούτσι “ στην Πιστόια της Ιταλίας και τα χρήματα για την ανέγερσή του συγκεντρώθηκαν μετά από εράνους που πραγματοποίησαν επιτροπές της πόλης.

Εγκαινιάστηκε το 1974 , έχει ύψος 6 μέτρα και ζυγίζει 4 τόνους. Το βάθρο στο οποίο βρίσκεται έχει ύψος 5 μέτρα και είναι επενδυμένο με σκούρο μάρμαρο από τη Βέροια.

Η ανάγλυφη μπρούντζινη αναπαράσταση στη δυτική πλευρά είναι η Μάχη της Ισσού ,όπου νικήθηκε ο Δαρρείος ο Γ΄, βασιλιάς των Περσών. Οι ασπίδες και οι σάρισες είναι συμβολισμός και μνεία για τους στρατιώτες του μεγάλου Αλεξάνδρου που πήραν μέρος στην εκστρατεία του.

Μετά την ανάπλαση της Νέας Παραλίας το άγαλμα δεν άλλαξε θέση αλλά το πάρκο γύρω από αυτό απέκτησε συντριβάνια, φυτεύτηκαν δέντρα σε συστοιχία, τοποθετήθηκαν παγκάκια εκατέρωθεν της πλατείας και ανάμεσα στο γκαζόν τοποθετήθηκαν μαρμάρινα καθιστικά δάπεδα.

 Ο χώρος αποτελεί εξαιρετική επιλογή για βόλτα και ένα ευχάριστο διάλειμμα από το πολύβουο κέντρο της πόλης.

Είναι ο πρώτος θεματικός κήπος από το παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης αμέσως μετά τον Λευκό Πύργο.

Λευκός Πύργος

Ο Λευκός Πύργος, το μνημείο-σύμβολο της Θεσσαλονίκης, που σήμερα υψώνεται μοναχικός στην παραλία της πόλης, στο παρελθόν αποτελούσε το νοτιοανατολικό πύργο της οχύρωσής της. Σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών και παλαιές απεικονίσεις της πόλης, το θαλάσσιο τμήμα του τείχους, που κατεδαφίστηκε το 1867, είχε τρεις πύργους, από τους οποίους ο ανατολικός ήταν ο Λευκός Πύργος, κτισμένος ακριβώς στο σημείο όπου συναντιόταν το ανατολικό με το θαλάσσιο τείχος. Η ακριβής χρονολόγησή του δεν είναι γνωστή, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι κτίσθηκε στα τέλη του 15ου αι., μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, και αντικατέστησε έναν παλαιότερο βυζαντινό πύργο, ο οποίος αναφέρεται από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, στην περιγραφή της πολιορκίας της πόλης από της Νορμανδούς το 1185. Στη μακρά ιστορία του, ο πύργος έχει αλλάξει κατά καιρούς ονόματα και χρήσεις. Τον 18ο αιώνα αναφέρεται ως »Φρούριο της Καλαμαριάς», ενώ το 19ο αιώνα ως »Πύργος των Γενιτσάρων» και »Πύργος του Αίματος». Τα δύο τελευταία ονόματα οφείλονται στο γεγονός ότι ήταν φυλακή βαρυποινιτών και η όψη του βαφόταν με αίμα από τις συχνές εκτελέσεις των φυλακισμένων από τους Γενίτσαρους. Το 1890 ένας κατάδικος για να αποκτήσει την ελευθερία του άσπρισε με ασβέστη τον πύργο και από τότε έμεινε η σημερινή ονομασία του, »Λευκός Πύργος». Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, ο πύργος περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο και είχε κατά καιρούς διάφορες χρήσεις. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στέγαζε το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 ένας του όροφος χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη αρχαιοτήτων που προέρχονταν από τις αρχαιολογικές δραστηριότητες των βρετανικών δυνάμεων στη ζώνη ευθύνης τους. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε για την αεράμυνα της πόλης και ως Εργαστήριο Μετεωρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι που στεγάσθηκαν στον πύργο πριν από την αναστήλωσή του ήταν οι Ναυτοπρόσκοποι. Στην αρχή του 20ού αιώνα στο χώρο γύρω από τον πύργο λειτουργούσε το περίφημο καφενείο και το »Θέατρο του Λευκού Πύργου», που κατεδαφίστηκαν το 1954, με σκοπό την επέκταση του πάρκου.

Ο πύργος είναι κυλινδρικός με ύψος 33,90 μ. και διάμετρο 22,70 μ. Έχει ισόγειο και έξι ορόφους, που επικοινωνούν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο μήκους 120 μ., το οποίο ελίσσεται κοχλιωτά σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο, αφήνοντας στο κέντρο έναν κυκλικό πυρήνα διαμέτρου 8,50 μ. Έτσι, σε κάθε όροφο σχηματίζεται μια κεντρική κυκλική αίθουσα, με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Ο τελευταίος όροφος έχει μόνο την κεντρική αίθουσα και έξω από αυτήν δημιουργείται δώμα, που προσφέρει εξαιρετική θέα του γύρω τοπίου της πόλης και της θάλασσας. Όπως δείχνουν οι ιστορικές μαρτυρίες, αλλά και η εσωτερική διαρρύθμιση των χώρων, η ύπαρξη τζακιών, καπναγωγών και μικρών αφοδευτηρίων με αποχετευτικό σύστημα, ο πύργος δεν είχε μόνο αμυντική χρήση, αλλά ήταν και στρατιωτικό κατάλυμα. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ο πύργος περιβαλλόταν από χαμηλό οκταγωνικό περίβολο, ενισχυμένο με οκταγωνικούς πυργίσκους στις τρεις γωνίες του. Στο εσωτερικό του υπήρχαν ένα δερβισικό ησυχαστήριο, πυριτιδαποθήκες και δεξαμενή νερού, ενώ επάνω στην είσοδό του σωζόταν τουρκική επιγραφή που ανέφερε ότι ο πύργος του Λέοντος έγινε το 1535-1536, χρονολογία που πιθανώς αναφέρεται στην κατασκευή του περιβόλου.

Το 1983-1985 έγινε από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων η αναστήλωση του μνημείου και η μετατροπή του σε εκθεσιακό χώρο. Με την ευκαιρία του εορτασμού των 2.300 χρόνων από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης, στέγασε την έκθεση »Θεσσαλονίκη – Ιστορία και Τέχνη», ενώ το 2001 την περιοδική έκθεση »Ώρες Βυζαντίου – Καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο».

Το Σεπτέμβριο του 2008 εγκαινιάστηκε η νέα μόνιμη έκθεση που αφορά την ιστορία της Θεσσαλονίκης από την ίδρυσή της μέχρι και τις μέρες μας.

Πηγή:  http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=859

Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών

Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών ιδρύθηκε στις 29 Απριλίου 1939 από επίλεκτα μέλη της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης που ανήκαν στον πνευματικό και εμπορικό κόσμο της χώρας. Οι άνδρες αυτοί, Μακεδόνες στη μεγαλύτερη πλειοψηφία τους, απέβλεψαν στη δημιουργία οργανισμού, ο οποίος θα είχε σκοπό την περισυλλογή, καταγραφή, ταξινόμηση, διατήρηση, μελέτη και δημοσίευση παντός γλωσσικού, αρχαιολογικού, αρχειακού, λαογραφικού υλικού και λαϊκής τέχνης που σχετίζεται με τη Μακεδονία. Παράλληλα στόχευαν στην ανύψωση του μορφωτικού, πνευματικού και πολιτιστικού επιπέδου του μακεδονικού λαού, με τις εκδόσεις των περιοδικών και συγγραμμάτων της Εταιρείας, με προκηρύξεις γλωσσικών, λαογραφικών και ιστορικών αγωνισμάτων, με την ενίσχυση σχετικών ερευνών, με την ίδρυση και οργάνωση κοινοτικών λαϊκών βιβλιοθηκών, με τη συγκέντρωση συγγραμμάτων και μελετών αναφερομένων στην ιστορία της Μακεδονίας, με την ίδρυση και οργάνωση παραρτημάτων σε διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, καθώς επίσης και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο το οποίο θα έκρινε βοηθητικό το Διοικητικό Συμβούλιο. Στρατηγικός στόχος της Εταιρείας ήταν ανέκαθεν και παραμένει εσαεί η υπεράσπιση και ανάδειξη της Ελληνικής Μακεδονίας με τα προαναφερόμενα και άλλα μέσα.Οι παραπάνω στόχοι διατυπώθηκαν στα άρθρα 2 και 3 του εν συνεχεία εγκριθέντος δικαστικώς καταστατικού της Εταιρείας (Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αρ. απόφ. 1290/1939) και παρέμειναν μέχρι σήμερα απολύτως σεβαστοί από τα εκάστοτε Διοικητικά Συμβούλια, τα οποία καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες για την εκπλήρωσή τους. Με αυτό τον τρόπο η Εταιρεία κατέστη νομικό πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου.

Ακολούθησαν εκλογές για την ανάδειξη του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο απαρτίστηκε από τους Κωνσταντίνο Μερκουρίου ως πρόεδρο, Αντώνιο Σιγάλα ως αντιπρόεδρο, Αλέξανδρο Λέτσα ως γενικό γραμματέα, Ιωάννη Βασδραβέλλη ως ταμία, Γεώργιο Τσιστόπουλο ως έφορο, Στίλπωνα Κυριακίδη, Κωνσταντίνο Μικρού, Δημήτριο Μισυρλή, και Χαράλαμπο Λέκα ως συμβούλους.

Το κυριότερο μέλημα του Διοικητικού Συμβουλίου, από την ίδρυση της Εταιρείας, ήταν η εξασφάλιση οικοπέδου για την ανέγερση των κτηριακών εγκαταστάσεών της. Χάρη στις ενέργειες του τότε γενικού γραμματέα της Εταιρείας Αλεξάνδρου Λέτσα και την πλήρη κατανόηση και συμπαράσταση του τότε Υπουργού Οικονομικών Σωτηρίου Γκοτζαμάνη, παραχωρήθηκε στην Εταιρεία από το Δημόσιο δωρεάν χώρος δύο χιλιάδων μέτρων κοντά στο Λευκό Πύργο, καθώς και ποσό ικανό για την ανέγερση του πρώτου μεγάρου της Εταιρείας.

Στις 8 Φεβρουαρίου 1949 ο Βασιλεύς Παύλος, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Βασίλισσα Φρειδερίκη, έθεσε τον θεμέλιο λίθο του πρώτου μεγάρου της Εταιρείας και δύο χρόνια αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου 1951, το θεμέλιο λίθο του Μεγάρου Β΄. Οι εργασίες ανέγερσης του μεγάρου Γ΄ – που συνδέει το μέγαρο Α΄ με το μέγαρο Β΄ – ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1968.

Η Εταιρεία διαθέτει σήμερα τρία κτήρια συνεχόμενα, τα οποία αποτελούν ένα από τα καλύτερα κτηριακά συγκροτήματα της Ευρώπης. Στο πενταόροφο κτήριο Α΄ στεγάζεται η διοίκηση, το Λογιστήριο, η Βιβλιοθήκη, το Bιβλιοπωλείο, η αίθουσα τελετών, το εντευκτήριο, και τα επιστημονικά τμήματα Εκδόσεων, Ιστορικών Μελετών και Γλωσσολογίας. Στο κτήριο Β΄ στεγάζεται ο κινηματογράφος «Αριστοτέλειον», το Θέατρο, στο όποιο λειτουργεί ως μισθωτής το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, η Δημοτική Τηλεόραση Θεσσαλονίκης ως μισθωτής, η Πινακοθήκη και η αίθουσα συνεδρίων με δυνατότητα μεταφράσεως σε τρεις γλώσσες. Στο κτήριο Γ΄ στεγάζονται τα καμαρίνια των ηθοποιών, τα γραφεία διοικήσεως του Θεάτρου, η πλάγια κινητή σκηνή και οι χώροι παρασκευής σκηνικών.

Το εκδοτικό έργο της Εταιρείας είναι πλούσιο. Στα τέσσερα εκδοτικά Τμήματα (βιβλιοθήκες), τα οποία τα παλαιά Διοικητικά Συμβούλια είχαν οργανώσει, δηλαδή στη Μακεδονική, στην Εθνική, στη Μακεδονική Λαϊκή, και στη Μακεδονική Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη, καθώς και στο Τμήμα Επιστημονικών Πραγματειών, το οποίο είναι διηρημένο στη Φιλολογική και Θεολογική Σειρά και στη Νομική και Οικονομική Σειρά, προστέθηκε το Τμήμα Νεοελληνικών Ιστορικών Ερευνών. Τα Τμήματα αυτά έχουν εκδόσει, ως σήμερα, 230 βιβλία για την προαγωγή των σκοπών της Εταιρείας. Παράλληλα προς αυτά η Εταιρεία εκδίδει ετησίως δύο περιοδικά με τα παραρτήματά τους, τα «Μακεδονικά» και τα «Ελληνικά». Στην κατηγορία των περιοδικών αυτών εκδόσεων πρέπει να καταταχθούν και οι τιμητικοί τόμοι, τους οποίους η Εταιρεία κατά καιρούς εξέδωσε τόσο υπέρ προσωπικοτήτων, όσο και με την ευκαιρία σημαντικών ιστορικών επετείων και συνεδρίων.

Για τη διάθεση των εκδόσεών της στο ευρύτερο κοινό η Εταιρεία συνεβλήθη με βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, της Αθήνας και του εξωτερικού· επιπλέον μετέχει σε πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις βιβλίου. Για την καλύτερη όμως προβολή των εκδόσεών της, ίδρυσε το 1970 βιβλιοπωλείο, στο ισόγειο του Μεγάρου Α΄.Τις εκδόσεις της αποστέλλει σε όλες τις γνωστές βιβλιοθήκες του κόσμου, είτε δωρεάν, είτε επ ανταλλαγή, είτε επί παραγγελία, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να καταστήσει γνωστές τις ελληνικές απόψεις σε θέματα για τα οποία η Ελλάδα έχει άμεσο ενδιαφέρον. Οι απόψεις αυτές είναι πάντοτε αυστηρά επιστημονικές και διατηρούν το υψηλό κύρος της Εταιρείας.

Η Βιβλιοθήκη της Εταιρείας βρίσκεται στον τρίτο όροφο του Μεγάρου Α΄ και άρχισε τη λειτουργία της το 1951 με πρώτο πυρήνα το βιβλιακό και άλλο υλικό που αποκτήθηκε κυρίως από δωρεές Μακεδόνων της Αθήνας αλλά και των Θεσσαλονικέων μελών της. Η πρώτη μεγάλη δωρεά έγινε από την κ. Βέρα Παπαηλιάκη το 1954, αποτελούμενη από 2.102 βιβλία. Ακολούθησαν στη συνέχεια και άλλες σημαντικές δωρεές, όπως της οικογένειας Δραγούμη, των Γεωργίου Σαγιαξή, Τριανταφύλλου Κοντονασσοπούλου, Κωνσταντίνου Τσώπρου, Χριστοφόρου Νάλτσα, Π. Δημητριάδου, Γεωργίου Βασδραβέλλη, Ιωάννου Βασδραβέλλη, Γεωργίου Αστεριάδου, Ι. Τριανταφυλλίδου, Αλεξάνδρας Παραφεντίδου, Γεωργίου Θεοχαρίδου, Πασχάλη Καραπάλη, της Ελληνικής Κοινότητος Αλεξανδρείας, ολόκληρη τη βιβλιοθήκη της Εταιρείας Σλαβικών Μελετών κ.ά. Σήμερα αριθμεί περίπου 70.000 τόμους βιβλίων, περιοδικών, χειρογράφων, εφημερίδων, χαρτών καθώς και άλλο μη βιβλιακό υλικό, το οποίο πολλαπλασιάζεται συνεχώς με αγορές, δωρεές και ανταλλαγές. Στον αριθμό αυτό θα πρέπει να συνυπολογισθεί ένας σημαντικός αριθμός παλαιοτύπων εκδόσεων που έχουν εκδοθεί πριν από το 1800, οι οποίες μαζί με τα χειρόγραφα και άλλες σπάνιες εκδόσεις αποτελούν ένα ξεχωριστά προστατευμένο τμήμα, την «Ειδική συλλογή» της βιβλιοθήκης.

Η Πινακοθήκη της Εταιρείας στεγάζεται στον έκτο όροφο του Μεγάρου Β΄ (Νικολάου Γερμανού 1). Τα εγκαίνια της αίθουσας της Πινακοθήκης έγιναν στις 16 Ιουνίου 1975. Η αίθουσα περιέλαβε πίνακες τους οποίους η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας διέθεσε στην Εταιρεία προς έκθεση. Η συλλογή της Πινακοθήκης συνεχώς πλουτίζεται από αγορές και προσφορές. Σήμερα διαθέτει 560 έργα στη μόνιμη συλλογή της και προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες ετησίως.

Στους σκοπούς της Εταιρείας περιλαμβάνεται η διοργάνωση διεθνών συμποσίων, καθώς και η συμμετοχή εκπροσώπων της σε διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Τα συνέδρια που διοργάνωσε η Εταιρεία μέχρι σήμερα σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία λόγω της συμμετοχής επιφανών επιστημόνων από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Διοργανώνει επίσης ημερίδες και διαλέξεις με σκοπό την πολιτιστική άνοδο του λαού της Βόρειας Ελλάδας. Μετέχει κατα έτος στα συνέδρια των Παμμακεδονικών Ενώσεων Αμερικής – Καναδά και Αυστραλίας διά του Προέδρου της.

Από τα πρώτα μελήματα της Εταιρείας υπήρξε η ενίσχυση αριστούχων πτωχών Μακεδόνων με τη χορήγηση υποτροφιών για σπουδές στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Υπότροφοι της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών υπήρξαν οι Κ. Βαβούσκος, Χ. Παυλίδης, Δ. Καλαμάρας, Γ. Θύμης, Αλ. Μπαλτάς κ. ά.

Η Εταιρεία διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο. Αλληλοδιάδοχοι εκλεγόμενοι Πρόεδροι διετέλεσαν οι Κωνσταντίνος Μερκουρίου, Στίλπων Κυριακίδης, Χαράλαμπος Φραγκίστας, και Κωνσταντίνος Βαβούσκος. Από 2 Απριλίου 2006 Πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών είναι ο Νικόλαος Μέρτζος.

Το επιστημονικό και εθνικό έργο της Εταιρείας, αναγνωρίσθηκε και τιμήθηκε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό· έχει τιμηθεί με το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσό μετάλλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης· επιπλέον διαπρεπείς επιστήμονες εξήραν το έργο της Εταιρείας, όπως είναι ο V. Laurent στην Revue des Etudes Byzantines (τόμ. 7ος ) και ο Bruno Lavagnini στο Atene e Roma (1954).

ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ (Ι.Μ.Χ.Α.)

Το Ι.Μ.Χ.Α. ιδρύθηκε το 1953 ως παράρτημα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Η Εταιρεία στέγασε το ΄Ιδρυμα αυτό στον τρίτο όροφο του Μεγάρου Α΄ και έθεσε στη διάθεσή του όλες τις υπηρεσίες της -εξαιρουμένου του λογιστηρίου- και όλους τους πόρους της. Για εξασφάλιση της συνοχής του με την Εταιρεία αποφασίστηκε να διατελεί υπό πρόεδρο και αντιπρόεδρο διοριζόμενους από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας. Με αυτό το νομικό καθεστώς λειτούργησε μέχρι το φθινόπωρο του 1973, όταν με κυβερνητική πρωτοβουλία ανεξαρτητοποιήθηκε τελείως από την Εταιρεία, συστάθηκε ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και στεγάστηκε σε ξεχωριστό χώρο. Σήμερα το ΄Ιδρυμα διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, τρία μέλη του οποίου ορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Το αρχείο αυτό ιδρύθηκε το 1954 ύστερα από πρωτοβουλία και μακροχρόνιες προσπάθειες του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, ως δημόσια υπηρεσία υπαγόμενη στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και στο Υπουργείο Πολιτισμού και επιστημών, με σκοπό τη διάσωση, διατήρηση, συντήρηση και αξιοποίηση των αρχείων της Βορείου Ελλάδος και ειδικότερα της Μακεδονίας. Το αρχείο αρχικά φιλοξενήθηκε στον τέταρτο όροφο του Μεγάρου Α΄ της Εταιρείας και η Εταιρεία ανέλαβε όλα τα έξοδα λειτουργίας του. Ο μεγάλος όμως αριθμός των συγκεντρωθέντων αρχείων κατέστησε αναγκαία τη μετακόμιση του Ιδρύματος σε άλλους μεγαλύτερους χώρους. ΄Ετσι η Εταιρεία στερήθηκε το ΄Ιδρυμα αυτό, δεν έπαυσε όμως να ενδιαφέρεται για τη λειτουργία του. Εξακολουθεί να διορίζει τα τρία μέλη της Εφορευτικής του Επιτροπής (και τα αναπληρωματικά), χορηγεί δωρεάν τις εκδόσεις της σ αυτό και παρέχει την υποστήριξή της όταν υπάρχει ανάγκη.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΣΠΟΥΔΑΣΤΩΝ (Π.Κ.Μ.Σ.)

Το Κέντρο αυτό ιδρύθηκε από την Εταιρεία το 1967 ως παράρτημά της με σκοπό να βοηθήσει τους Μακεδόνες σπουδαστές που προέρχονταν από την επαρχία τόσο στις σπουδές τους, όσο και στη γενικότερη πνευματική τους καλλιέργεια. Στεγάστηκε στον πέμπτο όροφο του Μεγάρου Α΄, όμως δεν βρήκε απήχηση, παρά σε ελάχιστους σπουδαστές, γεγονός που ανάγκασε την Εταιρεία να αναστείλει τη λειτουργία του.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΔΗΜΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ (Κ.Α.Μ.)

Το Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων ιδρύθηκε στις 18 Μαΐου 1967 με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ως παράρτημά της. Σκοπός του Κέντρου αυτού ήταν η συμπαράσταση προς τους Μακεδόνες ομογενείς που διαμένουν στο εξωτερικό και η διατήρηση της επαφής τους με την πατρώα γη. Το έτος 1997 το Κέντρο Αποδήμων Μακεδόνων έπαυσε να λειτουργεί μετά από απόφαση της τότε Κυβερνήσεως.

Πηγή: http://www.ems.gr